Όταν διαλυόταν η ομίχλη
Στη χαραυγή των ιστορικών χρόνων κι ως τον Ζ’ π. Χ. αι., η διανομή της γης έμοιαζε συγκεχυμένη στα ΒΑ Βαλκάνια κι απόλυτα σαφής στην υπόλοιπη χερσόνησο: Στον Νότο, τα ελληνικά φύλα είχαν κιόλας πίσω τους πολιτισμό αιώνων, καθώς ο κρητομυκηναϊκός κόσμος μεταβαλλόταν σταθερά σε αυτό που ονομάζουμε «πόλεις - κράτη». Βόρεια και δυτικά, οι ιλλυρικοί λαοί ακολουθούσαν τον δικό τους δρόμο οργάνωσης και ξεκινούσαν πολιτιστικές επαφές με τους γείτονες του Νότου που ήδη αποτολμούσαν να στήσουν τις πρώτες αποικίες στις παραλίες του Ιονίου και της Αδριατικής. Είχαν κιόλας υπάρξει οι ελληνικές αποικίες στις παραλίες του Ανατολικού και του Βόρειου Αιγαίου, όπου πραγματοποιούνταν αναγνωριστικές επαφές με τους Θράκες. Οι θρακικοί λαοί κατείχαν τη γη από τον Όλυμπο και τα Πιέρια βουνά ως τη Μ. Ασία κι από το Αιγαίο ως τον Αίμο. Από εκεί κι ως τον Δούναβη, η χώρα επίσης τους ανήκε αλλά ανάμεσά τους παρεμβάλλονταν και σκυθικά φύλα, όπως οι Γέτες με τη μεγάλη φήμη ως ατρόμητοι καβαλάρηδες και φοβεροί τοξότες. Από τον Δούναβη και βόρεια, τον χώρο κατείχαν οι Σκύθες αλλά η περιοχή όπου σήμερα υπάρχει η Ρουμανία ήταν κατειλημμένη από τους Δάκες της θρακικής φυλής. Δάκες και Γέτες μιλούσαν την ίδια γλώσσα και θεωρούνταν συγγενείς.
Γύρω στον Η’ με Ζ’ π. Χ. αι., οι Έλληνες του Νότου ξεκίνησαν τις πρώτες αναγνωριστικές εξερευνήσεις του Αίμου, ενώ Μιλήσιοι πρωτοπόροι ανέβηκαν την δυτική παραλία του Ευξείνου Πόντου κι έστησαν αποικία στις εκβολές του Δούναβη. Την ονόμασαν Ιστρία.
Οι παλαιοί κάτοικοι
Τα περίπου χίλια χρόνια που καλύπτουν τις περιόδους Πρωτοελλαδική, Πρωτοκυκλαδική και Πρωτομινωική (2800/2600 – 1900 π.Χ.) διαγράφουν το ειρηνικό πέρασμα από την εποχή του λίθου στην εποχή του χαλκού. Κι όσο πίσω στη Λιθική εποχή μπορούμε να ανιχνεύσουμε, αναγνωρίζουμε ότι οι ίδιοι κατά βάση «λαοί» έζησαν στον βαλκανικό χώρο: Αυτοί που αποτελούν το απλωμένο από τις ισπανικές ακτές ως τη Μικρά Ασία λεγόμενο «μεσογειακό υπόστρωμα».
Στον Ελλαδικό χώρο, είναι οι Λέλεγες που απλώνονταν από τη Θεσσαλία ως τη Λακωνία κι από τη Λευκάδα ως την Εύβοια και τις Κυκλάδες αλλά και στη Μ. Ασία, οι Τηρρηνοί που κατοικούσαν στα νησιά του Βόρειου Αιγαίου και τα απέναντι μικρασιατικά παράλια, οι Έκτηνες που εντοπίστηκαν στην Βοιωτία και οι Κυλικράνες που τοποθετούνται «κάπου στην Κεντρική Ελλάδα». Δεν ξέρουμε, τι σημαίνουν τα ονόματά τους. Γνωρίζουμε ότι μιλούσαν την ίδια γλώσσα, αυτή που μιλιόταν σε ολόκληρη τη Μεσόγειο. Είμαστε βέβαιοι ότι ήταν εδώ τη Λιθική εποχή αλλά αγνοούμε από πότε.
Πλάι τους κι ανάμεσά τους, γείτονες και κάποτε ανταγωνιστές, εμφανίστηκαν στην αρχή της εποχής του Χαλκού (γύρω στα 2800 π.Χ.), εγκαταστάθηκαν και στέριωσαν εκείνοι που απαρτίζουν τα προελληνικά φύλα της ινδοευρωπαϊκής οικογένειας:
Οι πιο πολλοί ήταν οι Πελασγοί («αυτοί που λατρεύουν το πνεύμα του ανθισμένου κλαδιού»). Πρέπει να ήρθαν γύρω στο 3000 π. Χ. σχεδόν ταυτόχρονα με τους Αίμονες («αυτούς που ζουν σε θαμνώδεις περιοχές»), οι οποίοι έδωσαν το όνομά τους στο κύριο βουνό της χερσονήσου (τον Αίμο) κι εγκαταστάθηκαν διάσπαρτοι στα Τέμπη, στην Ιωλκό, στην Βοιωτία, στην Αιτωλία και στη Νότια Αρκαδία, μικρές μειοψηφίες μέσα στο πέλαγος των Πελασγών.
Οι Πρωτοαχαιοί (Αχαιοί, «αυτοί που ήρθαν από το νερό») εντοπίστηκαν σε όλο το μήκος που καλύπτουν οι όχθες του Αχελώου ποταμού, βόρεια από τις εγκαταστάσεις των Αιμόνων της Αιτωλίας. Είναι αυτοί που αργότερα θα δώσουν το όνομά τους στο ελληνικό φύλο των Αχαιών. Απέναντι από την Κέρκυρα, στα βουνά βόρεια από τον ποταμό Καλαμά, βορειοδυτικά των Πελασγών της Δωδώνης, εγκαταστάθηκαν οι (άσχετοι με τους ομώνυμους των ακτών της Παλαιστίνης) Φοίνικες («βαθυκόκκινοι, αιματώδεις») ή Καδμείοι («αυτοί που ζουν ψηλά»). Διάσπαρτοι οικισμοί τους υπήρχαν ανάμεσα στις Πρέσπες, στη Νότια Δαλματία και βέβαια στην Θήβα.
Οι άγνωστοί μας Τέμμικες και Άονες ζούσαν στην περιοχή των Θηβών πριν να καταφθάσουν οι Ηπειρώτες Φοίνικες που κουβαλούσαν τους μύθους του Κάδμου (αρχικά, παραπόταμου του Καλαμά). Πλάι τους στην Βοιωτία αλλά και στην Φωκίδα, τη Λοκρίδα και την Αιτωλία εγκαταστάθηκαν οι επίσης άγνωστοί μας Ύαντες, ενώ οι Καύκωνες κατέκλυσαν τη Μεσσηνία. Το μόνο που γνωρίζουμε για όλους αυτούς είναι ότι είχαν ινδοευρωπαϊκές ρίζες.
Στην κοιλάδα του Σπερχειού ποταμού, τέλος, έστησαν τους καταυλισμούς τους οι Δρύοπες («αυτοί που ζουν στα δάση»).
Στην πραγματικότητα, έχουμε να κάνουμε με νησίδες ανθρώπων με διαφορετικές ονομασίες. Ήταν διαφορετικοί λαοί; Ίσως. Μπορεί όμως τα ονόματα απλά να σηματοδοτούν ιδιότητες: «Αυτοί που λατρεύουν το πνεύμα του ανθισμένου κλαδιού» οι Πελασγοί, «Αυτοί που ζουν σε θαμνώδεις περιοχές» οι Αίμονες, «Αυτοί που ήρθαν από το νερό» οι Πρωτοαχαιοί, «Δασόβιοι» οι Δρύοπες που επιζούσαν ως την κλασική εποχή και χαρακτηρίστηκαν «άγριοι» από τον Στράβωνα.
Στην πραγματικότητα, έχουμε να κάνουμε με πολλά ονόματα ανθρώπων που ξεχώριζαν σε δυο μόνο γλωσσικές ενότητες: του «μεσογειακού υποστρώματος» και της «ινδοευρωπαϊκής». Όλοι μαζί, συχνά χωρίς μεταξύ τους συνεργασία, δημιούργησαν τον Πρωτοελλαδικό και τον Πρωτοκυκλαδικό πολιτισμό. Κι έστρωσαν το έδαφος για το κατοπινό πολιτιστικό μεγαλείο.
Οι Έλληνες
Συμβατικά, η μεγάλη τομή τοποθετείται στα 1900 π. Χ. Είναι η στιγμή που ξεκίνησε η «ανακτορική» περίοδος στην Κρήτη, ξεφύτρωσε στη Μ. Ασία ο πολιτισμός των Χετταίων, στη Μεσοποταμία φάνηκαν οι Ισραηλίτες, ορθώθηκε το κράτος των Βαβυλωνίων και προέκυψαν οι Ασσύριοι, ενώ, στην Αίγυπτο, άρχισε η εποχή του κραταιού Μέσου Βασιλείου. Λίγο πριν από αυτή την χρονική στιγμή, στον Ελλαδικό χώρο φάνηκαν οι Πρωτοέλληνες: Οι Δαναοί και οι Άβαντες γύρω στο 2100. Και οι δυο ονομασίες έχουν ινδοευρωπαϊκές ρίζες και οι δυο είναι σχετικές με τα νερά, τις πηγές και τα ποτάμια. Σε ελεύθερη απόδοση, θα μπορούσαμε να τους πούμε «Ποταμίσιους».
Γύρω στα 1900, ο κύριος κορμός των ελληνικών φύλων είχε εμφανιστεί στον Ελλαδικό χώρο: Ίωνες, Βοιωτοί, Αρκάδες και Φλεγύες. Στην όχι και τόσο ευρύχωρη έκταση του κατοπινού Ελλαδικού χώρου, γύρω στα 1900 π.Χ., «στριμώχνονταν» τουλάχιστον τέσσερα «φύλα» του μεσογειακού υποστρώματος, εννέα προελληνικά, δύο πρωτοελληνικά και τέσσερα ελληνικά. Η ανάμιξη όλων αυτών δεν ήταν πάντα ειρηνική. Σημειώθηκαν «καλές γειτονίες» αλλά και συγκρούσεις, απωθήσεις παλαιών, αποκρούσεις των νέων, αφομοιώσεις, αλληλεπιδράσεις, πολιτιστικές προσεγγίσεις.
Η ζύμωση διάρκεσε περίπου τρεις αιώνες, ενώ το έμψυχο υλικό εμπλουτιζόταν από νέες αφίξεις, νέες αναμίξεις. Στο τέλος της περιόδου, εκεί γύρω στα 1600 π. Χ., υπήρχαν ακόμα νησίδες με αυτόνομους Λέλεγες και απομονωμένους Δρύοπες, ενώ οι Δαναοί επιζούσαν στο Άργος, οι Καδμείοι Φοίνικες στη Βοιωτία, οι Άβαντες στην Εύβοια. Τριγύρω τους όμως ορθωνόταν ο μυκηναϊκός κόσμος: Το αρχαίο ζυμάρι είχε μεταμορφωθεί σε 31 ελληνικά φύλα που, όλα μαζί, ποιο λίγο ποιο πολύ, συνέτειναν στην δημιουργία του μυκηναϊκού πολιτισμού και της αδιάσπαστης συνέχειάς του που οδήγησε στο θαύμα της αρχαϊκής και της κλασικής εποχής.
Οι Κρήτες
Γύρω στα τέλη του πρώτου μισού της τρίτης χιλιετίας π. Χ., οι νεολιθικοί κάτοικοι της Κρήτης άρχισαν να έρχονται σε επαφή με καινουργιοφερμένους, που γνώριζαν να κατεργάζονται τον χαλκό. Οι επισκέπτες είχαν μέτριο ανάστημα, ελαφρά μελαχρινό χρώμα, λεπτά κόκαλα, σγουρά μαλλιά, σβελτάδα και κινήσεις όλο νεύρο. «Σωστό τύπο πολυμήχανου Οδυσσέα», τους περιγράφει ο καθηγητής Νικόλαος Πλάτων. Ο μυθικός Τάλως της μεταγενέστερης εποχής δεν άφηνε ξένο πλοίο να πλησιάσει στις ακτές. Οι νεοφερμένοι έπιασαν τα γύρω ξερονήσια κι εγκαταστάθηκαν σ’ αυτά για τα καλά. Η Ψείρα στον κόλπο του Μιραμπέλλου κι ο Μόχλος στον κόλπο της Σητείας μιλούν ακόμα για το πέρασμά τους.
Όταν οι συνθήκες έδειχναν να είναι ευνοϊκές, οι πρωτοπόροι αυτοί έβγαιναν στις απέναντι ακτές να πουλήσουν την πραμάτεια τους ή και να εγκατασταθούν μόνιμα. Ο Έβανς υποθέτει ότι οι νεοφερμένοι ίσως να ανήκαν σε δυο λαούς κι όχι σε έναν. Τα θολωτά και μεγαλιθικά κτίσματα, τα σχηματικά πέτρινα αγαλματάκια, το ντύσιμο και η περιποίηση των μαλλιών τον οδήγησαν να μιλήσει για συγγενείς του λιβυκού πληθυσμού που εκδιώχθηκε από το Δέλτα του Νείλου, όταν οι Αιγύπτιοι οικοδομούσαν το Αρχαίο Βασίλειο. Και κάποια νεοφερμένα γλωσσικά στοιχεία, μαζί με τις λατρευτικές συνήθειες και την διαφορετική κεραμική τεχνοτροπία, τον έπεισαν πως ανάμεσά τους υπήρχαν και πολλοί Μικρασιάτες. Ωστόσο, μελέτες DNA από ομάδα επιστημόνων, μεταξύ των οποίων και ο γενετιστής Γιώργος Σταματογιαννόπουλος, καθηγητής του πανεπιστημίου Ουάσινγκτον, στο Σιάτλ, τα αποτελέσματα των οποίων ανακοινώθηκαν το 2013, αναφέρουν ότι οι κάτοικοι της Μινωικής Κρήτης στην διάρκεια της Χαλκοκρατίας ήταν απόγονοι ευρωπαϊκών νεολιθικών πληθυσμών, με αρχική αφετηρία τη Μεσοποταμία.
Όπως και να ’χει το ζήτημα, η διείσδυση αυτή άρχισε από τα βόρεια και τα ανατολικά παράλια της Κρήτης και διάρκεσε διακόσια ολόκληρα χρόνια: Από το 2.600 ως το 2.400 π. Χ.
Οι νεοφερμένοι διατηρούσαν στενές σχέσεις με τις Κυκλάδες και με τις Καρία και Λυκία της Μ. Ασίας. Στο τέλος αυτής της εποχής, ο πυκνός νεολιθικός πληθυσμός είχε αφομοιωθεί από τους φορείς του χαλκού. Η εποχή που ακολούθησε, χαρακτηρίζεται από τεράστια άνθιση του εξωτερικού εμπορίου και την θεμελίωση κάποιων μορφών πολιτικής και στρατιωτικής διοίκησης, αν και στρατός, με τη μορφή που συνήθως τον εννοούμε, μάλλον ποτέ δεν υπήρξε. Ίσως να επρόκειτο για ένα είδος αστυνόμευσης. Η ντόπια βιοτεχνία αναπτύχθηκε με αλματώδεις ρυθμούς κι ο τόπος πυκνοκατοικήθηκε. Η κοιλάδα της Μεσαράς έσφυζε από ζωή.
Η Κρήτη βρέθηκε στο κέντρο του διαμετακομιστικού εμπορίου ανάμεσα στις Κυκλάδες και τη Μ. Ασία από τη μια και τις βόρειες ακτές της Αφρικής από την άλλη. Οι κάτοικοί της το εκμεταλλεύτηκαν με τον καλύτερο τρόπο. Ο περίπλους της μεγαλονήσου και καθυστερήσεις δημιουργούσε για τα πλοία και κινδύνους από την θαλασσοταραχή. Ένας δρόμος ανοίχτηκε στον Ισθμό, δηλαδή στο πιο στενό σημείο της Κρήτης, ανάμεσα στην Ιεράπετρα και τον κόλπο του Μιραμπέλλου. Τα εμπορεύματα ξεφορτώνονταν στη μιαν ακτή, μεταφέρονταν οδικά ως την άλλη και ξαναφορτώνονταν σε άλλα πλοία εκεί, για να συνεχίσουν το ταξίδι. Η απόσταση για τη στεριανή μεταφορά είναι μόλις δώδεκα χμ.
Οι Ιλλυριοί
Για τους Έλληνες του Νότου, γενάρχης των Ιλλυριών ήταν ο, αδελφός της Ευρώπης και ιδρυτής της Καδμείας, μετέπειτα Θηβών, Κάδμος. Παντρεύτηκε την Αρμονία, κόρη του θεού Άρη, κι απέκτησε μαζί της τρεις κόρες κι έναν γιο, τον Πολύδωρο. Όταν αυτός αντρώθηκε, ο Κάδμος του παρέδωσε την εξουσία της Καδμείας, πήρε την Αρμονία, ανέβηκαν σε ένα άρμα κι έφυγαν βόρεια.
Στην διαδρομή, η Αρμονία γέννησε έναν ακόμη γιο, τον Ιλλυριό. Τον άφησε στις όχθες ενός ποταμιού, όπου τον βρήκε ένα τεράστιο φίδι. Τον ανέθρεψε και του χάρισε την δύναμη για την οποία ο Ιλλυριός έμελλε να γίνει ονομαστός.
Κάδμος και Αρμονία συνέχισαν το ταξίδι τους. Πάνω από την Ήπειρο, κάποια άγρια φυλή και οι Εγχελείς (έγχελυς = χέλι) είχαν ανοίξει πόλεμο. Ο χρησμός μηνούσε στους Εγχελείς να βάλουν αρχηγούς τους ένα ζευγάρι ξένων, αν ήθελαν να νικήσουν. Η περιγραφή ταίριαζε στον Κάδμο και την Αρμονία που περνούσαν από εκεί. Οι Εγχελείς τους αναγνώρισαν. Ο Κάδμος και η Αρμονία μπήκαν αρχηγοί του στρατού, νίκησαν κι αναγνωρίστηκαν βασιλιάδες της περιοχής όλης.
Ο Κάδμος είχε πια γεράσει. Ζήτησε από τον Δία να τον μεταμορφώσει σε φίδι, σε ανάμνηση του φιδιού που ο ίδιος σκότωσε και που από τα δόντια του ξεπήδησαν οι Σπαρτοί γίγαντες. Η επιθυμία του εισακούστηκε. Μόνη πια η Αρμονία, παρακάλεσε να γίνει κι αυτή φίδι. Έγινε. Οι δυο τους συνέχισαν να ζουν συντροφικά ώσπου ήρθε το πλήρωμα του χρόνου και ο Δίας τους έστειλε στον αδελφό του, Άδη. Εκείνος τους έβαλε να κατοικούν στα Ηλύσια Πεδία, την χώρα των, όσο ζούσαν, ενάρετων.
Μεγαλώνοντας, ο Ιλλυριός έγινε επώνυμος ήρωας της βασιλικής γενιάς των Ιλλυριών που είχαν σύμβολο της φυλής τους το φίδι. Η χώρα, ονομάστηκε Ιλλυρία. Απλωνόταν από το όρος Σκάρδος (σήμερα, στο σημείο επαφής των συνόρων Αλβανίας, Κοσσυφοπεδίου και Βόρειας Μακεδονίας) στα βόρεια ως την Λυχνίτιδα (σήμερα, Αχρίδα) λίμνη, έχοντας δυτικό της σύνορο την παραλία της Αδριατικής και ακαθόριστα τα ανατολικά όριά της.
Οι Ιλλυριοί αποτελούσαν μια μεγάλη ομάδα της ινδοευρωπαϊκής οικογένειας. Έφτασαν στο Βορειοδυτικό τμήμα των Βαλκανίων περίπου την ίδια εποχή που τα ελληνικά φύλα κατέκλυζαν τον Νότο, εκεί γύρω στα τέλη της τρίτης π. Χ. χιλιετίας: Ήταν οι Αρδιαίοι, Δαισσιτιάτες, Δαλματοί, Δάρδανοι, Δικιόνες, Εγχελείς, Ιάποδες, Ίστριοι, Λιβούρνιοι, Παννόνιοι, Πιρούστοι, Πλέρεοι, Ταυλάντιοι κ.ά. Τον ίδιο καιρό, άλλοι Ιλλυριοί (Ιάπυγες, Μεσσάπιοι) κατέληγαν στην απέναντι νοτιοανατολική παραλία της Ιταλίας.
Στη χαραυγή των ιστορικών χρόνων κι ως τον Ζ’ π. Χ. αι., οι ιλλυρικοί λαοί ακολουθούσαν τον δικό τους δρόμο οργάνωσης και ξεκινούσαν πολιτιστικές επαφές με τους γείτονες του Νότου που ήδη αποτολμούσαν να στήσουν τις πρώτες αποικίες στις παραλίες του Ιονίου και της Αδριατικής. Γύρω στα 700 π. Χ. ξεκίνησε αργά η εποχή του πολιτισμού Χάλστατ (του σιδήρου, πήρε το όνομά της από μια περιοχή της σημερινής Αυστρίας όπου βρέθηκαν δείγματα κελτικού προϊστορικού πολιτισμού).
Στα μέσα του Ζ’ π. Χ. αιώνα, Κερκυραίοι άποικοι έκτισαν την πόλη – εμπορικό σταθμό, Επίδαμνο (στο σημερινό Δυρράχιο), και, γύρω στα 600 π. Χ., την Απολλωνία. Στην Επίδαμνο ξέσπασαν ταραχές, όταν οι δημοκρατικοί επαναστάτησαν κι έδιωξαν τους ολιγαρχικούς. Οι τελευταίοι βρήκαν συμμάχους τους γειτονικούς ιλλυρικούς λαούς κι επανήλθαν λεηλατώντας την πόλη. Οι Επιδάμνιοι ζήτησαν την επέμβαση της μητρόπολης, Κέρκυρας, ώστε να μπει τέλος στις διαμάχες. Οι Κερκυραίοι δήλωσαν ότι δεν ανακατεύονται. Οι Επιδάμνιοι προσέφυγαν στην Κόρινθο, μητρόπολη της Κέρκυρας αλλά και ανταγωνίστριά της. Οι Κορίνθιοι δέχτηκαν να επέμβουν κι έστειλαν στην Επίδαμνο φρουρά. Οι Κερκυραίοι ζήτησαν από τους δημοκρατικούς της Επιδάμνου να διώξουν την κορινθιακή φρουρά που έμπαινε εμπόδιο στην εμπορική επικοινωνία τους με την Βόρεια Αδριατική. Οι Επιδάμνιοι αρνήθηκαν. Οι Κερκυραίοι πολιόρκησαν την Επίδαμνο. Ο πόλεμος έληξε με νίκη των Κερκυραίων αλλά οι Ιλλυριοί ήρθαν σε άμεση επαφή με τα ελληνικά πράγματα.
Αρχικά, τείχιζαν τους οικισμούς τους με πέτρες που έκτιζαν τη μια πάνω στην άλλη, όπως τις έβρισκαν. Μετά την γνωριμία τους με τους Έλληνες, πελεκούσαν τις πέτρες ώστε να ταιριάζουν η μια στην άλλη. Κι άρχισαν να διακοσμούν τους ναούς τους με αγάλματα. Την περίοδο από τον Ζ’ ως τον Δ’ π. Χ. αι., οι Ιλλυριοί γνώρισαν την πιο μεγάλη ακμή τους. Την εποχή αυτή, ξεκίνησαν επιδρομές ενάντια στους Μακεδόνες. Νίκησαν τον Περδίκκα Γ’, νικήθηκαν από τον Φίλιππο Β’. Μια εξέγερσή τους στα 336 π. Χ. πνίγηκε από τον Μέγα Αλέξανδρο.
Οι Θράκες
Η χαραυγή των ιστορικών χρόνων βρήκε τη Θράκη, από τον Δούναβη ως το Αιγαίο, να κατοικείται από εκείνους που της έδωσαν το όνομά της: Τους Θράκες, έθνος κι αυτό της ινδογερμανικής οικογένειας, που φέρεται να έφτασε στην περιοχή στις αρχές της δεύτερης π. Χ. χιλιετίας και που μιλούσε γλώσσα συγγενική προς την ιλλυρική. Οι παλαιότεροι εκεί κάτοικοι αφομοιώθηκαν.
Όπως γινόταν και με τους Έλληνες και με τους Ιλλυριούς, η ονομασία Θράκες περιλάμβανε πολυάριθμα συγγενικά φύλα που συνήθως βρίσκονταν σε πόλεμο μεταξύ τους. Οι αρχαίοι Έλληνες τους χώριζαν σε δυο κατηγορίες: πολιτισμένους και βάρβαρους. Θεωρούσαν ότι οι πολιτισμένοι, αρχικά, κατοικούσαν από τη Βοιωτία κι αργότερα από την Πιερία κι ακόμα πιο αργά από τον Στρυμόνα ως τη Ροδόπη και τα νότια του Αίμου μέρη. Κι από εκεί ως τον Δούναβη (στα όρια της σημερινής Βουλγαρίας) ζούσαν οι βάρβαροι.
Δέχονταν ότι από τους πολιτισμένους Θράκες είχαν διδαχθεί τη λατρεία των Μουσών, τη μυστηριακή λατρεία, την καλλιέργεια της γης, την πολεμική τέχνη και την οχύρωση των πόλεων κ.λπ. Κατά τον Ηρόδοτο, οι Θράκες ήταν ο πολυπληθέστερος μετά τους Ινδούς λαός της γης, συγγενικός προς τους Ιλλυριούς και τους Έλληνες. Περισσότερο όμως συγγένευαν με τους Φρύγες ή Βρίγες, Βιθυνούς, Μυσούς, Τεύκτρους και Δαρδάνους της Μικράς Ασίας καθώς και τους Γέτες (αρχαίο σκυθικό λαό ανάμεσα στον Αίμο και στον Δούναβη) και Πανονίους (κατοίκους της περιοχής που σήμερα αντιστοιχεί στη νότια του Δούναβη Ουγγαρία, την Κάτω Αυστρία, την Κροατία κι ένα μέρος της Βόρειας Βοσνίας).
Γύρω στον Ζ’ π. Χ. αι., άρχισαν να νιώθουν ισχυρή την πίεση στις νότιες περιοχές τους. Έρχονταν οι Μακεδόνες και τους απωθούσαν βόρεια κι ανατολικά.
Οι Μακεδόνες
Σήμερα, η άποψη ότι οι Δωριείς δεν ήταν άλλο από επαρχιώτες Μυκηναίους κερδίζει όλο και περισσότερο έδαφος. Η αρχαιολογική και ιστορική έρευνα οδήγησε στο συμπέρασμα πως ο σχηματισμός τους συντελέστηκε κατά τη διάρκεια της δεύτερης χιλιετίας π. Χ. και ως τα μέσα του ΙΓ΄ αι. Τόπος η κεντρική Στερεά. Συστατικά τους πολλά κι ανάμεσά τους ένας κλάδος των Μακεδνών (Μακεδνός σήμαινε «ψηλός»), που έφτασε στην περιοχή, το αργότερο ως τα 1400 π. Χ. Ένας άλλος κλάδος των Μακεδνών εγκαταστάθηκε στα βουνά της Πιερίας, απ’ όπου ένα κομμάτι (οι Μάγνητες) αποσπάστηκε κι έφτασε στη χώρα που ονομάστηκε Μαγνησία. Ο κύριος όγκος των Μακεδνών έμεινε στην Πιερία κι έγινε γνωστός ως Μακεδόνες. Γι’ αυτό και ο Ησίοδος θεωρούσε τον Μακεδόνα και τον Μάγνητα αδέρφια, ανίψια του Έλληνα. Οι ίδιοι οι Μακεδόνες δεν είχαν αμφιβολία ότι ήταν Έλληνες:
Στη στροφή του Στ’ προς τον Ε’ π. Χ. αιώνα, οι Ελλανοδίκες των Ολυμπιακών αγώνων βρέθηκαν μπροστά σε μια ένσταση που θυμίζει σημερινές εποχές. Στην Ολυμπία είχαν κατέβει για να μετάσχουν στους αγώνες και αθλητές από τη Μακεδονία μ’ επικεφαλής τον βασιλιά Αλέξανδρο Α’. Αυτόν που, λίγα χρόνια αργότερα, στις Πλαταιές, θα κοινοποιούσε τα σχέδια του Μαρδόνιου στο ελληνικό στρατόπεδο, επειδή, όπως είπε, «ήταν Έλληνας και δεν ήθελε να δει τις ελληνικές χώρες σκλαβωμένες στους Πέρσες».
Στην Ολυμπία, έπεσε πανικός στους αντιπάλους και κάποιοι πρόβαλαν το επιχείρημα πως οι αγώνες είναι μόνο για Έλληνες. Ο βασιλιάς Αλέξανδρος έπρεπε ν’ αποδείξει την ελληνικότητά του για να μπορέσει ν’ αγωνιστεί. Την απέδειξε παρουσιάζοντας το γενεαλογικό του δέντρο. Το παραθέτει συνοπτικά ο Θουκυδίδης στο 2ο βιβλίο της Ιστορίας του. Το παραθέτει και ο Ηρόδοτος στο 8ο βιβλίο της δικής του Ιστορίας: Ήταν κατευθείαν απόγονος του Περδίκκα. Κι όλοι γνώριζαν πως ο Περδίκκας προερχόταν από τη γενιά του Τήμενου: Του ενός από τα τρία αδέρφια που μπήκαν επικεφαλής των Ηρακλειδών (της πέμπτης γενιάς των απογόνων του μυθικού Ηρακλή) και πραγματοποίησαν την κάθοδο στην Πελοπόννησο νικώντας τον Τισαμενό, γιο του Ορέστη, γύρω στα 1100 π. Χ. Με άλλα λόγια, οι βασιλιάδες της Μακεδονίας κατάγονταν από τον Δία και τον Ηρακλή και ήταν τόσο Έλληνες, όσο και οι βασιλιάδες της Σπάρτης και οι Αλευάδες της Θεσσαλίας. Λέγονταν Τημενίδες και θεωρούσαν κοιτίδα τους την Ορεστίδα, περιοχή γύρω από τη σημερινή Καστοριά. Ο Περδίκκας έφτασε εκεί, όταν αυτός και τ’ αδέρφια του αναγκάστηκαν να φύγουν από το Άργος και βρέθηκαν στα Πιέρια, όπου τους συνάντησε η Ιστορία.
Η πρώτη Μακεδονική επικράτεια
Γύρω στα 650 π. Χ., οι Μακεδόνες του Περδίκκα ξεχύθηκαν από τα Πιέρια βουνά, πλημμύρισαν τον κάμπο της Ημαθίας, κατέκτησαν την δυτική πλευρά του και ίδρυσαν πρωτεύουσά τους τις Αιγές. Τα ιλλυρικά φύλα που ως τότε κατείχαν την περιοχή, αποσύρθηκαν. Μια παράδοση θέλει τις Αιγές να προϋπάρχουν τουλάχιστον πενήντα με εκατό χρόνια. Σύμφωνα με αυτήν, την πόλη ίδρυσε ο Κάρανος, που ήταν κι ο γενάρχης των βασιλιάδων της Μακεδονίας. Κατά την παράδοση, ήταν αδερφός ή γιος του Φείδωνα, βασιλιά του Άργους, που ξέρουμε ότι έζησε τον Η’ π. Χ. αι. Ο Κάρανος έφυγε από την πατρίδα του, έφτασε στη Μακεδονία κι, ακολουθώντας τις επιταγές κάποιου χρησμού του μαντείου των Δελφών, πήρε από πίσω ένα κοπάδι κατσίκες. Εκεί που οι κατσίκες (αίγες) έπεσαν να κοιμηθούν, ο Κάρανος έκτισε τις Αιγές.
Αλλά και για τον Περδίκκα υπήρχε χρησμός του μαντείου των Δελφών. Έλεγε πως έπρεπε να χτίσει την πρωτεύουσά του εκεί που θα έβρισκε κατσίκες να κοιμούνται. Η περιοχή, λέει ο Ηρόδοτος, ήταν γνωστή ως κήποι του Μίδα, όπου φύτρωναν ευωδιαστά τριαντάφυλλα με εξήντα πέταλα καθένα. Από πάνω, συμπληρώνει, υπάρχει το Βέρμιο, «απάτητο από τον αδιάκοπο χειμώνα που επικρατεί».
Πάνω από 150 χρόνια αργότερα, όταν ο Ξέρξης εκστράτευσε στην Ελλάδα, στρατοπέδευσε για λίγο στο κομμάτι της Μακεδονίας που ονομαζόταν Μακεδονίς, όπως μας λέει ο Ηρόδοτος. Και Μακεδονίς ονομαζόταν η περιοχή ανάμεσα στον Αλιάκμονα και τον Αξιό. Ήταν τα πρώτα όρια του βασιλείου των Μακεδόνων, αφ’ ότου διάβηκαν τον ποταμό Λουδία. Κι ο Θουκυδίδης, στο κεφάλαιο 99 του 2ου βιβλίου της Ιστορίας του, απλώνει τη Μακεδονία της εποχής του (Ε’ π. Χ. αι.), από την Πίνδο ως τις ανατολικές πεδιάδες του Στρυμόνα κι από την παραλία ως τη Δοϊράνη.
Η περσική παρένθεση
Η πρώτη ιστορικά θεμελιωμένη απόπειρα να κατακτηθούν τα Βαλκάνια έγινε από τους Πέρσες ανάμεσα στα 513 και 479 π. Χ., όταν βασιλιάδες τους ήταν ο Δαρείος Α’ (550 - 485) κι ο γιος του Ξέρξης (βασίλευσε 485 - 465). Τον ίδιο καιρό και με την ίδια ευκαιρία, έγινε και η πρώτη συστηματική εξερεύνηση του Αίμου, που συνεχίστηκε και τα επόμενα χρόνια. Ο Εκαταίος ο Μιλήσιος (545 - 475 π. Χ.) και ο Ελλάνικος (γεν. 480 π. Χ.) έγραψαν για την ορεινή περιοχή και από αυτούς άντλησε τις πληροφορίες που παραθέτει αναλυτικά στην Ιστορία του ο Ηρόδοτος.
Ο Δαρείος εκστράτευσε ενάντια στους Σκύθες το 513 π. Χ. αλλά δεν τα κατάφερε. Καλύτερη τύχη είχαν οι Πέρσες στη νότια Θράκη και στη Μακεδονία, τις οποίες προσωρινά υπέταξαν (511 π. Χ.). Η περσική απόπειρα να κυριευθεί και η Νότια Ελλάδα κατέληξε σε αποτυχία: Επί Δαρείου, ο στόλος του Μαρδόνιου καταστράφηκε από θαλασσοταραχή στη Χαλκιδική (492), ενώ η στρατιά των Δάτι και Αρταφέρνη νικήθηκε στον Μαραθώνα (490). Επί Ξέρξη, οι Πέρσες, πέρασαν τις Θερμοπύλες (Αύγουστος 480) αλλά νικήθηκαν στη ναυμαχία της Σαλαμίνας (Σεπτέμβρης 480), καταστράφηκαν στις Πλαταιές (479) κι αποχώρησαν οριστικά. Ανάμεσα στα χρόνια 476 και 470 π. Χ., εκδιώχτηκαν κι από τη Μακεδονία και την Θράκη, για να μη ξαναφανούν στα Βαλκάνια τους επόμενους αιώνες.
Τον ίδιο καιρό (Ε’ π. Χ. αι.), στην περιοχή του Πάνω Έβρου, περίπου εκεί όπου σήμερα βρίσκεται η Αδριανούπολη, ανθούσε το βασίλειο των Οδρυσών (λαού της θρακικής φυλής), που νίκησαν τους Γέτες κι έφτασαν στο απόγειο της ακμής τους επί βασιλείας του Σιτάλκου. Ήταν ένα από τα θρακικά φύλα που δεν είχαν υποταχθεί στους Πέρσες, όταν ο Ξέρξης ηγήθηκε της εκστρατείας στην Ελλάδα. Στα μέσα του Ε’ π. Χ. αιώνα, ο βασιλιάς τους, Τήρης, έστησε οργανωμένο κράτος που γρήγορα εκτάθηκε ως τις όχθες του Στρυμόνα δυτικά, του Δούναβη βόρεια και του Εύξεινου Πόντου ανατολικά. Τον Τήρη διαδέχτηκε ο γιος του Σιτάλκης ο Φιλαθήναιος, όπως αποκλήθηκε. Στα 431 π. Χ., η συμμαχία Οδρυσών και Αθηναίων προέβλεπε εκστρατεία ενάντια στους Μακεδόνες.
Ο Σιτάλκης μάζεψε στρατό από 150.000 άνδρες. Οι Αθηναίοι τρόμαξαν: Μια τέτοια δύναμη μπορούσε να κατακτήσει ολόκληρη την Ελλάδα. Βρήκαν κάποιες προφάσεις και δεν συμμετείχαν στην εκστρατεία, η οποία και απέτυχε. Έτσι κι αλλιώς, ο Πελοποννησιακός πόλεμος είχε ήδη ξεκινήσει με αθηναϊκές επιδρομές κατά συμμάχων των Σπαρτιατών και σπαρτιατικές σε εδάφη Αθηναίων και συμμάχων τους. Ο Σιτάλκης προσπάθησε να υποτάξει τα άλλα θρακικά φύλα. Στα 424 π. Χ. σκοτώθηκε πολεμώντας ενάντια στους Τριβαλλούς. Τον διαδέχτηκε ο ανιψιός του, Σεύθης. Ο Μακεδόνας Περδίκκας τον έπεισε ότι εχθροί του δεν ήταν οι Μακεδόνες αλλά οι Αθηναίοι.
Εκείνη τη στιγμή, ο Σεύθης βρέθηκε βασιλιάς στο πιο μεγάλο και πιο ισχυρό κράτος της Ευρώπης. Και ένα από τα πιο πλούσια, καθώς η Θράκη είχε εξελιχθεί σε σιτοβολώνα της Ελλάδας. Ήταν φανερό ότι ο Πελοποννησιακός πόλεμος θα έγερνε υπέρ εκείνου που θα εξασφάλιζε τη βοήθεια του κράτους αυτού. Πριν να προλάβει ο Σεύθης ν’ αποφασίσει με ποιους θα πάει και ποιους θ’ αφήσει, πέθανε. Σχεδόν αμέσως, το τεράστιο κράτος διαμελίστηκε σε μικρότερα βασίλεια.
Ο Φίλιππος Β’ των Μακεδόνων ήταν εκείνος που «έσπρωξε» τα σύνορα Μακεδονίας Θράκης, από τον Στρυμόνα, στον Νέστο. Στα 342 π. Χ., είχε υποτάξει ολόκληρη την Θράκη ως τον Δούναβη. Μόνο οι Τριβαλλοί δεν περιλαμβάνονταν στο κράτος του. Την χώρα τους έμελλε να κατακτήσει ο Μέγας Αλέξανδρος.
Οι Μακεδόνες στο προσκήνιο
Ο ανταγωνισμός της Αθήνας με τη Σπάρτη, αφού πέρασε από την δημιουργία του λαμπρού «χρυσού αιώνα του Περικλή», κατέληξε στον καταστροφικό Πελοποννησιακό πόλεμο (431 - 404 π. Χ.), που υπήρξε μοιραίος τόσο για τους νικητές Σπαρτιάτες, όσο και για τους νικημένους Αθηναίους. Αναπόφευκτα, ο Δ’ π. Χ. αι. ανήκει στους Μακεδόνες, που πέτυχαν την πρώτη πρόσκαιρη πολιτική ένωση των Βαλκανίων.
Ο Περδίκκας Α’ κατέβασε τους Μακεδόνες από τα Πιέρια βουνά, ο Αμύντας Α’ τους έβγαλε από την απομόνωση κι ο Αλέξανδρος Α’ απέδειξε στην Ολυμπία ότι είναι Έλληνας. Ολόκληρος ο Ε’ π. Χ. αι. ήταν μια διαρκής ζύμωση των Μακεδόνων Ελλήνων του Βορρά με τους Έλληνες του Νότου. Οι αλληλεπιδράσεις από τις αποικίες στην Χαλκιδική κι από την πύκνωση των παράλιων και των χερσαίων μεταφορών μέσα από τη Μακεδονία, έφεραν τη ραγδαία πολιτιστική ανάπτυξη. Στη στροφή του Ε’ προς τον Δ’ αιώνα, στην αυλή του βασιλιά της Μακεδονίας, Αρχέλαου, ανάμεσα σε άλλους, φιλοξενήθηκε κι ο τραγικός ποιητής Ευριπίδης.
Έντεκα βασιλιάδες ανέβηκαν στο θρόνο της Μακεδονίας μέσα σε εκατό χρόνια, ως το 310 π. Χ. Οι επτά δολοφονήθηκαν κι ένας έπεσε στη μάχη. Κι αν εξαιρέσουμε τον Φίλιππο Β’ και τον πατέρα του Αμύντα Γ’, κανένας τους δε βασίλεψε περισσότερα χρόνια απ’ όσα ο Μέγας Αλέξανδρος. Και σχεδόν κανένας τους δεν κατέλαβε το θρόνο σε ώριμη ηλικία. Για τα μέτρα της εποχής, ούτε σύντομη ήταν η βασιλεία του Μεγάλου Αλεξάνδρου ούτε εκπληκτική η ωριμότητά του, όταν ανέβηκε στο θρόνο σε ηλικία μόλις είκοσι χρόνων.
Από μικρά παιδιά, οι γόνοι των εκλεκτών οικογενειών μεγάλωναν μαζί με τα βασιλόπουλα κι ετοιμάζονταν από πολύ νωρίς για να καταλάβουν τα αξιώματα κλειδιά στο βασίλειο. Ήταν οι βασιλικοί παίδες, για τους οποίους πολύ μελάνι έχει χυθεί. Κι αν αυτοί ετοιμάζονταν από πολύ νωρίς, πόσο μάλλον οι ίδιοι οι διάδοχοι του θρόνου και τα μέλη της μιας και μόνης στη Μακεδονία βασιλικής οικογένειας.
Φίλιππος και Μεγαλέξανδρος
Όταν ο παππούς του Μεγάλου Αλεξάνδρου πέθανε, στα 370 π.Χ., ο μεγαλύτερος γιος του ήταν κάτω από είκοσι χρόνων. Ανέβηκε στο θρόνο ως Αλέξανδρος Β’ και, στα δυο μόλις χρόνια της βασιλείας ως τη δολοφονία του, κατάφερε να δημιουργήσει το περίφημο στρατιωτικό σώμα των πεζεταίρων. Ο αδερφός του, Περδίκκας Γ’, που τον διαδέχτηκε, ανέβηκε στο θρόνο μικρότερος από 18 χρόνων και το 359 π. Χ. ήταν 25άρης, όταν, μαζί με άλλους 4.000 Μακεδόνες, έπεσε στη μάχη με τον βασιλιά των Μολοσσών, Βάρδυλο. Οι νικητές είχαν το βασίλειό τους στην περιοχή της λίμνης των Ιωαννίνων. Εκείνη την εποχή, το τρίτο από τ’ αδέρφια, ο Φίλιππος Β’, ήταν 22 χρόνων και βασιλιάς σ’ ένα νικημένο κι από παντού απειλούμενο βασίλειο. Μέσα σ’ ένα μόνο χρόνο, κατάφερε ν’ αναδιοργανώσει τον στρατό και ν’ αναπτύξει τέτοια διπλωματική δραστηριότητα, που έκανε τη Μακεδονία αμέσως σε όλους σεβαστή. Υπέταξε τους Μολοσσούς της Ηπείρου, επέκτεινε τα σύνορά του κράτους προς τη Θράκη (342), εκστράτευσε (339) ενάντια στους Σκύθες και κυριάρχησε στη Νότια Ελλάδα μετά τη νίκη του στη Χαιρώνεια (338). Όταν, το 336 π.Χ., δολοφονήθηκε, άφησε στον γιο του ένα κραταιό και καλά οργανωμένο βασίλειο. Γι’ αυτό, ο Τζέι Αρ Έλις του πανεπιστημίου Μόνας (Monash) της Αυστραλίας υποστηρίζει:
«Σε οικουμενική ευρύτητα και απήχηση, τα επιτεύγματα του (Μεγάλου) Αλεξάνδρου υπερέβαλλαν κάθε άλλου. Αλλά ο μεγαλύτερος βασιλιάς της Μακεδονίας και των Μακεδόνων ήταν ο Φίλιππος, ο γιος του Αμύντα».
Αυτή είναι η άποψή του κι αν αυτό είναι ευρύτερα παραδεκτή αλήθεια, ο Φίλιππος κι ο Μέγας Αλέξανδρος ήταν οι πιο μεγάλοι βασιλιάδες της Μακεδονίας. Κι αν, 150 χρόνια πριν, ο Αλέξανδρος Α’ απέδειξε πως ήταν Έλληνας, ο Φίλιππος κι ο Αλέξανδρος το έκαναν πράξη. Γράφει ο Χάμοντ του πανεπιστημίου του Μπρίστολ:
«Οι Μακεδόνες βασιλιάδες ήταν Έλληνες, όχι μόνο στην καταγωγή αλλά και στη νοοτροπία, την θρησκεία και την παιδεία. Στο βασίλειό τους έβρισκαν άσυλο Έλληνες που είχαν διωχθεί από τους εχθρούς τους. Στην αυλή τους φιλοξενούνταν εξέχουσες φυσιογνωμίες του ελληνικού πνευματικού κόσμου (ποιητές, ιστορικοί, φιλόσοφοι, γιατροί, ηθοποιοί, ζωγράφοι, τεχνίτες, οικονομικοί και πολιτικοί σύμβουλοι). Η Μακεδονία ήταν συνδεδεμένη με την υπόλοιπη ελληνική οικουμένη. Ωστόσο, δεν ήταν ακόμη τμήμα της και το 359 π. Χ. (χρονιά που ανέλαβε ο Φίλιππος), κανείς, εκτός ίσως από τον ίδιο τον Φίλιππο, δεν φανταζόταν ότι θα διαδραμάτιζε ποτέ κάποιο ρόλο στα πράγματα των Ελλήνων».
Γράφει ο Τζέι Αρ Έλις:
«Όπως ο πατέρας του, έτσι και ο Αλέξανδρος έζησε και πέθανε ως ενθουσιώδης λάτρης του υψηλότερου ελληνικού πολιτισμού».
Και σε άλλο σημείο προσθέτει γι’ αυτόν:
«Παρ’ όλο που ήταν σε θέση, σχεδόν περισσότερο από κάθε άλλον Έλληνα, να εκτιμήσει τις αρετές των Ασιατών, τους οποίους υπέταξε, υπήρξε μέχρι τέλους Έλληνας και Μακεδόνας. Σε σύγκριση με άλλες μορφές βασιλείας, η πρόσβαση των συμπατριωτών του προς τον βασιλέα τους παρέμεινε εύκολη και ανεπίσημη, όπως επέβαλλε η παράδοση. Μοιραζόταν μαζί τους κατά τον παραδοσιακό τρόπο τους μόχθους και τους κινδύνους ως το τέλος της βασιλείας του».
Ο Μεγαλέξανδρος του θρύλου
Ο διασημότερος άντρας των Βαλκανίων ήταν και παραμένει ο Μεγάλος Αλέξανδρος. Και είναι ο πρώτος Βαλκάνιος ιδρυτής αυτοκρατορίας που ξεκίνησε από την περιοχή κι απλώθηκε στην τότε γνωστή ανατολική οικουμένη και την Αίγυπτο. Ίσως γι’ αυτό είναι και ο μοναδικός άντρας, τον οποίο τόσοι λαοί προσπάθησαν να οικειοποιηθούν. Οι Αιγύπτιοι και οι Πέρσες ήταν οι πρώτοι. Οι κάτοικοι της Βόρειας Μακεδονίας οι τελευταίοι. Γράφει ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος:
«Κανένας άλλος δεν γονιμοποίησε, όπως ο Αλέξανδρος, την φαντασία τόσο πολλών λαών και φυλών, καθώς και τόσο πολλών αιώνων. Ο θρύλος έκαμε τον Αλέξανδρο να μπει, με τις πιο παράδοξες μεταμορφώσεις, στην παράδοση όχι μόνο των Ευρωπαίων, που τον μεταμόρφωσαν σε ιππότη του Μεσαίωνα, αλλά και των Περσών, των Αιγυπτίων, των Ινδών, των Ιουδαίων και των Μωαμεθανών. Ξένα έθνη, μεγάλες φυλές με βαθιά σοφία και παράδοση, οικειοποιήθηκαν τον Αλέξανδρο ως μυθικό ήρωα, ως θεό ή πρόδρομο του Μεσσία, ακόμη και ως άγιο του Χριστιανισμού».
Η ορμητική του εκστρατεία, οι ασύλληπτες σε έκταση κατακτήσεις του και το νεανικό του παράστημα, έφεραν τον Αλέξανδρο τον Μακεδόνα στο χώρο του θρύλου, απ’ όταν ζούσε ακόμα. Ο απόηχος των εκπληκτικών του κατορθωμάτων, του προσέδινε υπερφυσικές ιδιότητες. Τον θεοποιούσαν. Ο ξαφνικός του θάνατος, στα 32 του χρόνια, έπεισε τους λαούς σε Ανατολή και Δύση πως είχαν να κάνουν με κάτι θεϊκό κι απόκοσμο. Πρώτος ο Πλούταρχος, τον Α’ μ. Χ. αι., του πρόσθεσε το επίθετο Μέγας. Καθώς κυλούσαν οι αιώνες, ιστορικά γεγονότα και φανταστικά μπλέκονταν σε ένα συναρπαστικό παραμύθι. Στα μέσα του Γ’ αι. το μυθιστόρημα «Ο βίος του Αλεξάνδρου» έγινε ανάρπαστο...
Ο ιστορικός Καλλισθένης από την Όλυνθο της Χαλκιδικής ακολούθησε τον Αλέξανδρο στην εκστρατεία του στην Ασία κι έγραψε τα «Ελληνικά», από τα οποία μόνο μερικά αποσπάσματα σώθηκαν, και τις «Αλεξάνδρου πράξεις». Πέθανε πέντε χρόνια πριν από τον στρατηλάτη, αφού πρώτα φυλακίστηκε με την κατηγορία της συνωμοσίας. Πάνω από πεντακόσια χρόνια αργότερα, το όνομα του Καλλισθένη χρησιμοποίησε ο άγνωστος συγγραφέας, που εμείς τον ονομάσαμε Ψευδοκαλλισθένη, για να υπογράψει τον «Βίο του Αλεξάνδρου». Ένα ασύλληπτο παραμύθι με φανταστικές εκστρατείες και απίθανα κατορθώματα σε ανύπαρκτες χώρες, ανακατεμένο με πραγματικά περιστατικά. Μέσα στα άλλα, ο Αλέξανδρος παρουσιάζεται ως νόθος γιος της Ολυμπιάδας και του Αιγύπτιου μάγου και τελευταίου βασιλιά Νεκνεναβώ.
Το μυθιστόρημα γνώρισε τεράστια επιτυχία. Στα βυζαντινά χρόνια, μεταφράστηκε πολλές φορές στα απλά ελληνικά είτε πεζό είτε ως ποίημα. Και κάθε φορά με νέες προσθήκες. Ο «Βίος του Αλεξάνδρου» έμεινε στην ιστορία με την ονομασία «Η φυλλάδα του Μεγαλέξαντρου» κι έτσι τυπώθηκε τρεις φορές τον ΙΖ’ και τουλάχιστον έξι τον ΙΗ’ αιώνα. Στη νεοελληνική παράδοση, νέα πρόσωπα μπήκαν στη σκηνή κι ανάμεσά τους η Γοργόνα, η αδερφή του κοσμοκράτορα, που ήπιε το αθάνατο νερό και βρέθηκε στις θάλασσες από τη μέση και κάτω ψάρι κι από τη μέση και πάνω πανέμορφη γυμνόστηθη γυναίκα. Αρπάζει τα πλοία από την πλώρη και ρωτά τους καπετάνιους ακόμα και σήμερα: «Ζει ο βασιλιάς Αλέξαντρος;». Κι αν τύχει να μην ξέρει ο καπετάνιος και της πει πως πέθανε από τα χρόνια τα παλιά, η Γοργόνα βυθίζει το καράβι και κλαίει και χτυπιέται και σηκώνει τα κύματα βουνά. Μ’ αν τύχει να ξέρει ο καπετάνιος και της πει «ζει και βασιλεύει και τον κόσμο κυριεύει», την κάνει ευτυχισμένη. Η Γοργόνα απομακρύνεται τραγουδώντας...
Ο Μεγαλέξανδρος των λαών
Από τον Γ’ ή τον Δ’ αι., ο Ιούλιος Βαλέριος μετέφρασε το μυθιστόρημα «Βίος του Αλεξάνδρου» στα λατινικά. Η μετάφραση γνώρισε τεράστια επιτυχία. Ως το μεσαίωνα, με προσθαφαιρέσεις και παραλλαγές, η φήμη του έφτασε από την Βουλγαρία ως την Ισλανδία κι από την Ισπανία ως τη Ρωσία. Στα χρόνια των απογόνων του Ρωμαίου αυτοκράτορα Σεπτίμιου Σεβήρου, ο Αλέξανδρος λατρευόταν στη Ρώμη ως θεός. Είχε προηγηθεί η λατρεία του στην Αίγυπτο ως γιος του Άμμωνα κι άλλοτε ως προσωποποίηση του θεού Άμμωνα στην γη. Στα χρόνια του μεσαίωνα, ο Αλέξανδρος πιστευόταν ότι ήταν ατρόμητος ιππότης, φεουδάρχης ξακουστός όμοιος με τον Καρλομάγνο. Στην ιστορία των Μακκαβαίων, είναι ο ελευθερωτής της Βαβυλώνας και πρόδρομος του Μεσσία.
Στην Ανατολή, ο Μωάμεθ θεωρούσε τον Αλέξανδρο προϊσλαμικό προφήτη, ενώ οι νεότεροι μωαμεθανοί τον ονομάζουν Σικάνταρ και τον θεωρούν αντρειωμένο ήρωα και φανατικό μουσουλμάνο. Ήταν, λένε, Δουλκαρνέιν: δικέρατος, δηλαδή. Μηλόκερω τον έλεγε ο Ψευδοκαλλισθένης. Στη Σουμάτρα της Ινδονησίας τον λατρεύουν ως θεό, ενώ για τους Μογγόλους είναι ο Ισκάνταρ Μπέη, ο εθνικός τους ήρωας...
Για τους Τούρκους, ο Μεγαλέξανδρος είναι ο γενναίος Ισκενδέρ. Για τους Αφγανούς και Πέρσες, το ατρόμητο βασιλόπουλο Σικανδέρ. Τα κατορθώματά του περιγράφει το περσικό έπος της μωαμεθανικής περιόδου Σαχναμέ, που σημαίνει «Βιβλίο των βασιλέων»:
Ο Αλέξανδρος είναι ο Σικανδέρ Ρουμί, θετός γιος του Φιλίππου, χριστιανός καίσαρας ρωμαϊκού κράτους της Μ. Ασίας με πρωτεύουσα το Αμόριο. Τη μια έχει πρωθυπουργό τον Βίδεκουν (πρόσωπο υπαρκτό, που, όμως, ήταν Ούννος σύμβουλος του Αττίλα), την άλλη έχει πρωθυπουργό τον χριστιανό φιλόσοφο Αριστοτέλη. Με οδηγό τη σημαία του σταυρού, ο Σικανδέρ κατακτά τον κόσμο όλο, γίνεται Τζιχάν Γκιρ: τέλειος κοσμοκράτορας. Περνά την Ινδία, φτάνει στη γη του σύννεφου, μπαίνει μόνος μέσα και περνά στη φωτεινή νεφέλη για ν’ ακούσει το «λα-ιλα ιλ-αλλάχ, Μουχάμετουν ρεσούλ ουλλάχ (Ένας ο θεός και προφήτης του ο Μωάμεθ)». Ο Σικανδέρ καταλαβαίνει πως διάβηκε πια τα πέρατα του κόσμου και γυρνά πίσω...
Ως να φανούν οι Ρωμαίοι
Ο θάνατος του Μεγάλου Αλεξάνδρου (323 π. Χ.) έφερε τα νότια Βαλκάνια στην δίνη των πολέμων ανάμεσα στους επιγόνους, ενώ η «αυτοκρατορία» διαλύθηκε σε μεγάλα και μικρά κομμάτια. Κυρίως Ελλάδα και νησιά υπέστησαν τρομερές καταστροφές εξαιτίας των συγκρούσεών τους, υποκύπτοντας στον κάθε προσωρινό τρέχοντα νικητή.
Οι πληθυσμοί υπέφεραν, κυρίως στην βόρεια χώρα. Η Μακεδονία και η Θράκη δόθηκαν στον στρατηγό Λυσίμαχο που τις διοίκησε ως σατράπης αρχικά (322 – 306 π. Χ.) κι ως βασιλιάς έπειτα (306 – 281 π. Χ.) ως τον θάνατό του. Ο Λυσίμαχος ήταν ένας από τους πιο ικανούς στρατηγούς του Αλέξανδρου και από τους πιο αφοσιωμένους σ’ αυτόν. Στα χρόνια του, η Θράκη εξελληνίστηκε εντελώς. Χρειάστηκε γι’ αυτό, να δώσει σκληρές μάχες με τους Οδρυσούς. Σκοτώθηκε σε μάχη ενάντια στον Σέλευκο (281).
Ο Σέλευκος είχε ξεκινήσει ως ιδιοκτήτης της Βαβυλώνας, απέκτησε ολόκληρη τη Συρία και πια ήταν και βασιλιάς και της Μακεδονίας και της Θράκης, έχοντας το μεγαλύτερο μετά τον Μ. Αλέξανδρο κράτος. Τον ίδιο χρόνο (281 π. Χ.), τον δολοφόνησε ο Πτολεμαίος ο Κεραυνός που παραμέρισε τους ανταγωνιστές του και κατέλαβε το βασίλειο Μακεδονίας και Θράκης, με έδρα τη Λυσιμάχεια, πόλη που ο Λυσίμαχος είχε ιδρύσει στα ΒΔ της χερσονήσου της Καλλίπολης.
Δυτικά κι επί 15 χρόνια (287 – 272 π. Χ.), ο βασιλιάς των Μολοσσών της Ηπείρου, Πύρρος, περιφερόταν με τον στρατό του πότε ανατολικά ως την Θράκη, πότε βόρεια και δυτικά (στην ιταλική χερσόνησο) και πότε νότια, σε αμφίβολες και εφήμερες κατακτήσεις, ώσπου τον σκότωσε μια γυναίκα στο Άργος. Από το πέρασμά του, το μόνο που έμεινε, είναι η έκφραση «πύρρειος νίκη», η οποία υποδηλώνει την πρόσκαιρη και με βαριές απώλειες επικράτηση.
Όσο διαρκούσε η δραστηριότητά του, στη Μακεδονία εισέβαλαν οι Γαλάτες, λεηλατώντας και καταστρέφοντας ό,τι έβρισκαν μπροστά τους. Ο Πτολεμαίος βγήκε να τους αντιμετωπίσει. Σκοτώθηκε στη μάχη (279 π. Χ.). Οι Γαλάτες δεν κατάφεραν να εκπορθήσουν καμιά από τις οχυρωμένες πόλεις κι αφού λεηλάτησαν την ύπαιθρο, αποχώρησαν, ενώ η Μακεδονία έγινε αντικείμενο διεκδίκησης απίθανων υποψήφιων βασιλέων. Την επόμενη χρονιά (278 π. Χ.), οι Γαλάτες ξαναφάνηκαν απειλητικοί. Κατά κάποιες μαρτυρίες, αριθμούσαν στρατό 200.000 μαχητών. Παρέκαμψαν τη Μακεδονία και εισέβαλαν στην Θεσσαλία, καταστρέφοντας ό,τι συναντούσαν, φθάνοντας ως τους Δελφούς. Νικήθηκαν στις Θερμοπύλες από τους συνασπισμένους Έλληνες του Νότου κι έφυγαν άλλοι στην Ιλλυρία και άλλοι στην Θράκη, όπου έστησαν δικό τους κράτος (της Τύλης) απ’ όπου έδιωξαν τους Γέτες που πέρασαν τον Δούναβη, αναμίχθηκαν με τους Δάκες και δεν ξανακούστηκαν.
Το κράτος της Τύλης εκτεινόταν σ’ ολόκληρη σχεδόν τη Θράκη, έχοντας και το αρχαίο Βυζάντιο στην κατοχή του. Πάνω στα εξήντα χρόνια (220 π. Χ.), οι Θράκες επαναστάτησαν και τους έδιωξαν.
Η εισβολή των Γαλατών στην Ιλλυρία ήταν καθοριστική. Οι Ιλλυριοί είτε απωθήθηκαν είτε αφομοιώθηκαν, με αποτέλεσμα να δημιουργηθούν ιλλυροκελτικές φυλές. Στα μέσα του αιώνα, οι Αρδιαίοι υπέταξαν τις γύρω φυλές και έστησαν ένα μεγάλο κράτος με κέντρο τη σημερινή Σκόδρα, ενώ οι λοιποί Ιλλυριοί ασκούσαν με επιτυχία το επάγγελμα της πειρατείας με λεία τους, κυρίως, τα εμπορικά πλοία που διέσχιζαν την Αδριατική. Τα οποία όμως ήταν ρωμαϊκών συμφερόντων.
Νωρίτερα κι από το 274 π. Χ., οι Δάρδανοι ή Δαρδάνιοι κατέβηκαν από τα βουνά της Πάνω Μοισίας. Εγκαταστάθηκαν στην περιοχή που ονομάστηκε Δαρδανία (γύρω από τους αρχαίους Σκουπούς, όπου σήμερα βρίσκονται τα Σκόπια).
Η ρωμαϊκή κατάκτηση
Δυτικά, στην Ιταλική χερσόνησο, οι Ρωμαίοι έστηναν το δικό τους πανίσχυρο κράτος. Οι πόλεμοι του Πύρρου τους έκαναν να ενδιαφερθούν για τα ανατολικά σ’ αυτούς μέρη.
Όταν ο τύραννος της Ιλλυρίας, Άγρωνας, πέθανε (230 π. Χ.), τον διαδέχτηκε η γυναίκα του, Τεύτα, «βασίλισσα της Ιλλυρίας». Οι Ρωμαίοι φάνηκαν στα ιλλυρικά εδάφη το 229 π. Χ. Σύντομα, απέκτησαν προγεφύρωμα. Η Τεύτα κίνησε εκστρατεία κατά της Κέρκυρας και, έπειτα από στενή πολιορκία, ανάγκασε τους κατοίκους, που υπέφεραν από την πείνα, να παραδοθούν. Το 228 π. Χ., η Τεύτα πέθανε. Πρώτα η Κέρκυρα κι έπειτα ένα μεγάλο τμήμα της Ιλλυρίας πέρασαν σε ρωμαϊκά χέρια (Α’ Ιλλυρικός πόλεμος). Στα 227 π. Χ., είχε δημιουργηθεί η ρωμαϊκή αποικία της Ιλλυρίας. Στα 219 π. Χ., μετά τον Β’ Ιλλυρικό πόλεμο, προσαρτήθηκαν σ’ αυτήν και νέα εδάφη. Η κατάκτηση της Ιλλυρίας ολοκληρώθηκε το 33 π. Χ.
Μια εξέγερση των Ιλλυριών, στα 6 με 9 (μ. Χ.), πνίγηκε στο αίμα των επαναστατών. Οι Ρωμαίοι προχώρησαν σε ριζικά μέτρα με την επιβολή ολοκληρωτικού εκρωμαϊσμού, κυρίως στις παραλιακές περιοχές. Το τελειωτικό χτύπημα ήρθε μερικούς αιώνες αργότερα, στην περίοδο της μεγάλης μετανάστευσης των λαών (Ούννοι του Αττίλα το 447, Βάνδαλοι του Γεζέριχου το 467, Άβαροι και Γότθοι γύρω στα 612 με 614). Η ιλλυρική γλώσσα εξαφανίστηκε. Έμεινε μόνο η ονομασία Ιλλυρία που έμελλε να χρησιμοποιηθεί στους επόμενους αιώνες πολλές φορές και για διαφορετικούς σκοπούς.
Στα 216 π. Χ., ξεκίνησε ο δεκάχρονος Α’ Μακεδονικός πόλεμος, με αντίπαλο τον Φίλιππο Ε’ και με παράλληλη συστηματική διπλωματική διείσδυση των Ρωμαίων στις πόλεις κράτη του Νότου. Ο Φίλιππος συμμάχησε με τον Καρχιδόνιο Αννίβα ως εκπρόσωπος «όλων των Ελλήνων» (215 π. Χ.) αλλά οι Ρωμαίοι βρήκαν βοήθεια στους Αιτωλούς (211 π. Χ.). Ο πόλεμος τέλειωσε χωρίς νικητές με την ειρήνη του 205 π. Χ.
Στα 200 π. Χ., ξεκίνησε ο Β’ Μακεδονικός πόλεμος κι αυτή τη φορά οι Ρωμαίοι είχαν συμμάχους σχεδόν όλους τους Έλληνες του Νότου. Η καθοριστική μάχη δόθηκε στις Κυνός Κεφαλές της Θεσσαλίας (197 π. Χ.), όπου ο Φίλιππος έπαθε πανωλεθρία και παραιτήθηκε από ηγεμόνας της Ελλάδας, ενώ οι Ρωμαίοι κήρυξαν την «ελευθερία των Ελλήνων» (196 π. Χ.). Τον επόμενο χρόνο, κυρίευσαν τη Σπάρτη. Ως το 179 π. Χ., οπότε πέθανε ο Φίλιππος, οι Ρωμαίοι είχαν εγκατασταθεί για τα καλά στη Νότια Ελλάδα είτε πολεμώντας είτε εξαγοράζοντας συνειδήσεις.
Ο Περσέας, που διαδέχτηκε τον Φίλιππο Ε’, προσπάθησε να ενώσει την Ελλάδα σε έναν αντιρωμαϊκό συνασπισμό με πρώτη την ένωση της Θεσσαλίας με τη Μακεδονία. Δεν κατάφερε περισσότερα. Ο Γ’ Μακεδονικός πόλεμος άρχισε το 171 π. Χ. με νίκες του Περσέα και έληξε το 168 π. Χ. με την ήττα και αιχμαλωσία του στη μάχη της Πύδνας. Η Μακεδονία χωρίστηκε σε μικρές επαρχίες και η Ήπειρος, μαζί με τη χώρα των Μολοσσών (Μολοσσία) υποτάχθηκε ολοκληρωτικά, αφού πρώτα οι Ρωμαίοι κατέστρεψαν εβδομήντα πόλεις της. Μια επανάσταση (149 π. Χ.) έδωσε στη Ρώμη την αφορμή να προσαρτήσει τη Μακεδονία ως ρωμαϊκή επαρχία (148 π. Χ.). Τον ίδιο χρόνο, ξέσπασε πόλεμος ανάμεσα στη Σπάρτη και τους Αχαιούς. Οι Ρωμαίοι παρουσιάστηκαν σύμμαχοι των Σπαρτιατών, νίκησαν τους Αχαιούς, ξεθεμελιώσανε την Κόρινθο και μετέτρεψαν όλη τη χώρα νότια της Μακεδονίας και της Ηπείρου σε ρωμαϊκή επαρχία με το όνομα Αχαΐα (146 π. Χ.)..
Ως το 33 π. Χ., είχε συμπληρωθεί και η κατάκτηση της Ιλλυρίας. Τα επόμενα χρόνια (30 - 11 π. Χ.) υποτάχθηκαν η Θράκη και η βόρεια χώρα που τότε ονομαζόταν Μοισία, μαζί με το κράτος των Δαρδάνων, που εξελίχθηκαν σε μισθοφόρους του ρωμαϊκού στρατού. Ολόκληρη η περιοχή νότια του Σαύου και του Δούναβη μετατράπηκε σε ρωμαϊκή κτήση. Ήταν οι επαρχίες Ιλλυρικού και Μοισίας στα βόρεια, Ηπείρου, Μακεδονίας και Θράκης στη μέση και Αχαΐας στα νότια. Εκατό χρόνια αργότερα, στα 86 (μ. Χ.), ξεκίνησαν οι εκστρατείες στη Δακία. Το 106, η περιοχή είχε μετατραπεί σε ακόμα μία ρωμαϊκή επαρχία, ενώ ήδη η Μοισία είχε χωριστεί στην Πάνω με πρωτεύουσα τη Σερδική ή Σαρδική (σημερινή Σόφια) και την Κάτω με πρωτεύουσα τη Μαρκιανούπολη (κι αυτή στα όρια της σημερινής Βουλγαρίας). Στα 271, ο αυτοκράτορας Αυρηλιανός απέσυρε τους Ρωμαίους από τη Δακία.
Στην ΒΔ άκρη των Βαλκανίων, ο ποταμός Λάιμπαχ είναι πασίγνωστος για τα παιχνίδια που παίζει με τη φύση. Πηγάζει από μια σπηλιά των Ιουλιανών Άλπεων (στις σημερινές Β. Ιταλία και Σλοβενία), διατρέχει την κατηφοριά και, μετά από ροή 15 χλμ., χάνεται σε καταβόθρες. Ξαναφαίνεται μερικά χιλιόμετρα πιο κάτω, στη μεγάλη σπηλιά της Ποστοΐνα, διατρέχει την κοιλάδα του Πλανίνα και ξαναχάνεται. Ξαναφαίνεται στο σημείο όπου βρίσκεται το χωριό Όμπερ Λάιμπαχ (Πάνω Λάιμπαχ) και, πλωτός πια, ρέει ώσπου να συναντήσει τον μεγάλο ποταμό, Σαύο, στον οποίο χύνεται. Ακριβώς στη συμβολή του Σαύου με τον Λάιμπαχ, Κέλτες και Ιλλυριοί έστησαν οικισμό.
Η περιοχή γνώρισε τους ανθρώπους τουλάχιστον από την πρώιμη Νεολιθική εποχή, όπως αποκαλύφθηκε μετά την αποξήρανση μιας λίμνης όπου και εντοπίστηκαν λείψανα πολλών λιμναίων οικισμών. Οι Κέλτες και οι Ιλλυριοί κάτοικοι υποτάχθηκαν στους Ρωμαίους γύρω στον Α’ π. Χ. αι. Η περιοχή εκρωμαΐστηκε. Στον λόφο, πάνω από τον οικισμό, οι Ρωμαίοι έκτισαν ένα κάστρο (34 π. Χ.). Στα πόδια του, ο οικισμός μεγάλωσε. Τον είπαν Έμονα. Πάνω από χίλια χρόνια αργότερα, θα ονομαζόταν Λιουμπλιάνα. Κάστρο και οικισμός κυριεύτηκαν το 400 (μ. Χ.) από τον Αλάριχο και τους Βησιγότθους του και σαρώθηκαν (451) από το πέρασμα των Ούννων του Αττίλα.
Νωρίτερα, εκεί που ζούσαν οι Ιλλυριοί, ένα νέο εθνικό όνομα άρχισε να αχνοφαίνεται. Ο γεωγράφος Πτολεμαίος (Β’ αι.) αναφέρει την Αλβανάπολη και τον λαό των Αλβανών, ενώ ολόκληρη η εκεί περιοχή δέχεται το όνομα Αλβανία από κάποια πόλη Άρβανο ή Άλβανο, που έδωσε το όνομά της αρχικά στην ορεινή Κεντρική και Βόρεια χώρα. Οι αιώνες της Pax Romana (ρωμαϊκής ειρήνης), που ακολούθησαν, βοήθησαν τους Ιλλυριούς να γίνουν Αλβανοί. Έτσι ονομάζονταν στα χρόνια της βυζαντινής κυριαρχίας, παρ’ όλο που ανήκαν στο θέμα (διοικητική διαίρεση, επαρχία) του Ιλλυρικού.
H Κωνσταντινούπολη
Τον Γ’ αι., όλα ήταν ρευστά, καθώς οι Ρωμαίοι ανταγωνίζονταν μεταξύ τους για την εξουσία και οι επαρχίες αφήνονταν στο έλεος των εισβολέων. Γαλάτες που είχαν συγχωνευθεί με Γότθους πέρασαν πάλι τον Δούναβη λεηλατώντας τα Βαλκάνια χωρίς να συναντούν αντίσταση. Πέρασαν από τη Θράκη και τη Μακεδονία, προσπάθησαν να καταλάβουν τη Θεσσαλονίκη, κατέβηκαν νότια, κυρίευσαν την Αθήνα, άρπαξαν ό,τι βρήκαν και αποχώρησαν. Όταν ο Διοκλητιανός αποφάσισε να ασχοληθεί με τις ανατολικές επαρχίες (286), ολόκληρη η Ιλλυρία, η Μακεδονία και η Δακία ενώθηκαν κάτω από κοινή επαρχιακή διοίκηση. Η ειρήνη δεν κράτησε πολύ. Οι Ρωμαίοι μετέφεραν τις συγκρούσεις τους και στα Βαλκάνια.
Το αναγεννημένο κράτος των Οδρυσών είχε γίνει υποτελές των Ρωμαίων αμαχητί στα 168 π. Χ.. Με τον θάνατο του τελευταίου βασιλιά του, Ραιμυντάλκου (στα 46 μ. Χ.), μετατράπηκε σε ρωμαϊκή επαρχία. Λίγο καιρό αργότερα, απέκτησε νέα πρωτεύουσα την Αδριανούπολη που έκτισε ο αυτοκράτορας Αδριανός (117 – 138). Μπροστά στην πόλη αυτή έγινε η μεγάλη μάχη ανάμεσα στα στρατεύματα του Κωνσταντίνου, που εκμεταλλεύτηκε τους καταπιεσμένους χριστιανούς κι ασπάστηκε τη νέα θρησκεία, και του ανταπαιτητή του αυτοκρατορικού θρόνου, Λικίνιου, στα 323. Το τέλος της μάχης βρήκε τον Κωνσταντίνο κυρίαρχο ολόκληρης της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Η Θράκη έμελλε να γίνει το κέντρο του κόσμου για τα επόμενα χίλια χρόνια.
Η Ρώμη δεν τον συγκινούσε. Εκπροσωπούσε πια έναν χαμένο κόσμο, που προχωρούσε στην παρακμή και την εξαφάνιση. Αποσύρθηκε στη Νικομήδεια της Μικράς Ασίας κι άρχισε να ψάχνει τόπο, να χτίσει νέα πρωτεύουσα. Πρώτη επιλογή ήταν η τοποθεσία ανάμεσα στην Πέργαμο και την Τροία. Την απέρριψε, επειδή θύμιζε τη Ρώμη, καθώς από την Τροία ξεκίνησε ο Αινείας που έγινε γενάρχης των Ρωμαίων. Δεύτερη σκέψη του η Σαρδική, η σημερινή Σόφια, αλλά και αυτή απορρίφθηκε, επειδή γύρευε μια περιοχή με έντονο ελληνικό στοιχείο και θέση επίκαιρη. Διάλεξε το Βυζάντιο, αρχαία αποικία των Μεγαρέων (κτίστηκε από τον Βύζαντα το 658 π. Χ.). Ήταν το 326, όταν πάρθηκε η απόφαση. Μέσα σε εννέα μήνες, η νέα πόλη είχε χαραχτεί. Τρία τετραγωνικά χιλιόμετρα μεγαλύτερη από το αρχαίο Βυζάντιο, με τείχη που αγκάλιαζαν τον Κεράτιο κόλπο κι έκλειναν το δρόμο σε όποιον ήθελε να μπει από τα βόρεια. Ο αυτοκράτορας τη βάφτισε Flοrens. Ο αρχιεπίσκοπος την είπε Νέα Ρώμη. Για το λαό, ήταν η Πόλις. Σταμπούλ για τους Άραβες και Κωνσταντινιάς για τους χρονογράφους. Κωνσταντινούπολη, όπως έμεινε γνωστή στην Ιστορία. Εγκαινιάστηκε στις 11 Μαΐου 330 και οι γιορτές κράτησαν σαράντα μέρες με δοξολογίες στις εκκλησίες. Η νέα πόλη αφιερώθηκε στη Θεοτόκο Μαρία.
Η ηρεμία δεν βάσταξε πολύ. Τα Βαλκάνια ξανάγιναν θέατρο μαχών, μόλις ο Κωνσταντίνος πέθανε το 337 κι ώσπου ο γιος του, Κωνστάντιος, να επικρατήσει ανάμεσα στ’ αδέρφια του (350). Στα 376, ο αυτοκράτορας Ουάλης είδε στα βόρεια των Βαλκανίων απειλητικούς τους Γότθους. Θέλοντας και μη, έδωσε την άδειά του να εγκατασταθούν στα ιλλυρικά εδάφη της Μοισίας και της Παννονίας. Δυο χρόνια αργότερα, οι Γότθοι ξεχύθηκαν νοτιοανατολικά κι έφτασαν ως την Αδριανούπολη, απειλώντας την πρωτεύουσα του κράτους. Ο Ουάλης βγήκε να τους αντιμετωπίσει κι έπεσε στη μάχη (378). Ο Ίβηρας στρατηγός Θεοδόσιος τους απέκρουσε τον επόμενο χρόνο αλλά οι Γότθοι είχαν ήδη μετατραπεί σε έναν μονιμότερο μπελά στα ΒΔ Βαλκάνια, τα οποία θα ταλαιπωρούσαν ακόμα έναν αιώνα. Ο Θεοδόσιος εγκαινίασε την πολιτική της εκτόπισης, που θα ακολουθούσαν με συνέπεια οι μετέπειτα αυτοκράτορες: Διασκόρπισε τους Γότθους στη Θράκη και σε διάφορα σημεία της Μ. Ασίας, αφού εκείνο που κυρίως τον ενδιέφερε, ήταν ο θρόνος. Άλλωστε, τα Βαλκάνια δεν ήταν γι’ αυτόν παρά μια υποδουλωμένη περιοχή. Το απέδειξε διατάσσοντας σφαγή του πληθυσμού της Θεσσαλονίκης, όταν κάποιοι σκότωσαν εκεί έναν αξιωματικό του (390). Ο θάνατός του (395) σήμανε τον οριστικό χωρισμό του ρωμαϊκού κράτους σε ανατολικό και δυτικό. Τα Βαλκάνια βρέθηκαν πάνω στη διαχωριστική γραμμή. Το δυτικό ρωμαϊκό κράτος πήρε τις δαλματικές ακτές με ολόκληρη τη σημερινή Κροατία και Σλοβενία, ενώ το ανατολικό την υπόλοιπη χερσόνησο, που χωρίστηκε στο Ανατολικό Ιλλυρικό (Πάνω Μοισία, Παλιά Ιλλυρία, Μακεδονία, Ήπειρο, Κυρίως Ελλάδα, Μυτιλήνη, Κρήτη) και στη Θράκη (Κάτω Μοισία, Δυτική κι Ανατολική Θράκη).
H λαίλαπα των μετακινήσεων
Η ανθεκτικότητα των τριών ευρωπαϊκών κορμών της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας στους Δ’ και Ε’ αιώνες της λαίλαπας των μετακινούμενων λαών έκρινε και την τύχη της. Ο δυτικός κορμός (η Ιβηρική χερσόνησος), αφού ένιωσε καυτή την ανάσα των Σουήβων, Αλανών και Βανδάλων εισβολέων, υποτάχθηκε στους Βησιγότθους, που εγκαταστάθηκαν εκεί κι έστησαν δικό τους κράτος (επρόκειτο να διατηρηθεί τρεις ολόκληρους αιώνες). Πιο αδύνατος ο κεντρικός κορμός (η Ιταλική χερσόνησος), κατέρρευσε και τυπικά το 476. Ο τρίτος κορμός, η Βαλκανική χερσόνησος, άντεξε την πίεση των μετακινούμενων λαών κι αποτέλεσε τον στυλοβάτη του Ανατολικού Ρωμαϊκού κράτους, που, από τα τέλη του Δ’ αι., είχε έγκαιρα, ουσιαστικά και τυπικά αποκοπεί από το Δυτικό. Μέσα από αυτά τα περίπου διακόσια ματωμένα χρόνια ξεπήδησε η χιλιόχρονη ιστορία της Βυζαντινής αυτοκρατορίας, που κληρονόμησε κι όλες τις κτήσεις του πρώην ρωμαϊκού κράτους.
Στη στροφή της Ιστορίας, τα Βαλκάνια βρέθηκαν στο σταυροδρόμι ανάμεσα στην Δύση, όπου ο χριστιανισμός αντρειωνόταν κάτω από άγριους διωγμούς κι απλωνόταν ως η θρησκεία της ελπίδας, και στην Ανατολή, όπου οι χριστιανοί είχαν πια την πολυτέλεια να αναλώνονται στις θεολογικές διαμάχες, που προκαλούσε ο αρειανισμός. Σε σχέση με την Ανατολή, τα Βαλκάνια γνώρισαν ανηλεή τον διωγμό των χριστιανών. Σε σχέση με τη Δύση, όμως, η κατάσταση ήταν μάλλον ανεκτή. Όταν ο Μέγας Κωνσταντίνος έκρινε πως είχε έρθει η ώρα να στηριχθεί στους χριστιανούς και να πάρει την εξουσία, ούτε καν αντιλαμβανόταν πως γρήγορα θα έπρεπε να διαλέξει ανάμεσα στην αλεξανδρινή άποψη περί «υιού ομοουσίου τω πατρί» και σ’ εκείνη της Αντιόχειας, που εξέφραζε ο Άρειος (από το 318), θεωρώντας ότι ο «υιός» είναι «κτίσμα του πατρός» (έκφραση που θεωρήθηκε πιο σαφής και πιο φυσιολογική). Διάλεξε την αλεξανδρινή (Α’ Οικουμενική Σύνοδος της Νικαίας, 325), παρά την έκδηλη προτίμησή του στον Άρειο. Ο αρειανισμός, όμως, απλωνόταν όλο και πιο πολύ στην Ανατολή και ήδη χτυπούσε τις πόρτες των Βαλκανίων (τον καταδίκασε και η Β’ Οικουμενική Σύνοδος της Κωνσταντινούπολης, το 381, αλλά εξαλείφθηκε μόλις τον Στ’ αι.). Παράλληλα, ο νεοπλατωνισμός συνηγορούσε στη διδασκαλία της τρισυπόστατης αρχής («Εν, Νους, Ψυχή»), που ταίριαζε περισσότερο στις θέσεις του Άρειου. Όλα αυτά, βέβαια, αφορούσαν τους μορφωμένους που είχαν χρόνο και διάθεση να ασχοληθούν. Ο πολύς λαός, χριστιανός ή ειδωλολάτρης, περισσότερο νοιαζόταν για το πώς θα αποφύγει την καταπίεση των ολίγων, καθώς και η δουλεία ανθούσε ακόμα.
Ο βόρειος κίνδυνος
Οι Γότθοι ήταν γερμανική φυλή. Ξεκίνησαν από τη Σκανδιναβία, εγκαταστάθηκαν αρχικά γύρω από τον ποταμό Βιστούλα και στη συνέχεια πλημμύρισαν την περιοχή της Νότιας Σκυθίας από τον ποταμό Τάις της Ουγγαρίας ως τον Ντον της Ρωσίας. Όσοι βρίσκονταν ανατολικά του Δνείστερου ποταμού, ονομάστηκαν Οστρογότθοι (ανατολικοί Γότθοι). Όσοι βρέθηκαν δυτικά, Βησιγότθοι (δυτικοί Γότθοι). Οι ντόπιοι Αλανοί εκδιώχτηκαν άλλοι προς την Αζοφική θάλασσα, όπου αργότερα (397) έστησαν κράτος, κι άλλοι χύθηκαν στις δυτικές κτήσεις της Ρώμης. Από τον Γ’ αι., οι Βησιγότθοι ζούσαν στη Δακία κι έκαναν σποραδικές επιδρομές στα Βαλκάνια. Τον Δ’ αιώνα έμοιαζαν να έχουν ησυχάσει, ενώ οι Οστρογότθοι είχαν οργανωμένο κράτος στα βόρεια του Ευξείνου Πόντου με βασιλιά τους τον Ερμινάριχο. Τον ίδιο καιρό, από την Κεντρική Ασία ξεχυνόταν ο μογγολικός λαός των πολεμοχαρών Ούννων, που σάρωνε τα πάντα στο πέρασμά του. Πέρασαν τον Καύκασο, υπέταξαν τους Αλανούς κι έπεσαν πάνω στο κράτος των Οστρογότθων. Ο Ερμινάριχος νικήθηκε κι αυτοκτόνησε (375), ενώ ο λαός του, μη μπορώντας να αντισταθεί στους εισβολείς, κινήθηκε νοτιοδυτικά προς τα Καρπάθια, ανοίγοντας δρόμο «δια πυρός και σιδήρου» κι εκδιώκοντας τους ομοφύλους του Βησιγότθους. Ήταν το 376, όταν οι τελευταίοι (500.000 άνθρωποι, από τους οποίους 200.000 πολεμιστές) εγκατέλειψαν τα Καρπάθια, πέρασαν τον Δούναβη κι απέκτησαν δικά τους εδάφη, που ο τότε αυτοκράτορας Ουάλης παραχώρησε στη Μοισία και την Παννονία. Δυο χρόνια αργότερα, άρχισαν τις επιδρομές βρίσκοντας ανέλπιστους συμμάχους τους φτωχούς ντόπιους της υπαίθρου κι όσους από τους δούλους μπορούσαν να το σκάσουν από τα αφεντικά των πόλεων. Νίκησαν και σκότωσαν τον αυτοκράτορα, εμφανίστηκαν περίπου ως ελευθερωτές των υπηκόων από τον Ρωμαίο δυνάστη αλλά νικήθηκαν από τον Ίβηρα στρατηγό Θεοδόσιο, που άλλους διασκόρπισε σε διάφορα μέρη και άλλους προσέλαβε στον στρατό του.
Η γοτθική παρένθεση
Σε λίγο, ο Θεοδόσιος βρέθηκε αυτοκράτορας στην Κωνσταντινούπολη και φανατικός χριστιανός. Με την πολιτική του, κατάφερε ακούσια να μεταστρέψει το λαϊκό φρόνημα ενάντια στους Γότθους. Από την Ιβηρική (σημερινή Ισπανία) αυτός, είχε «εξ απορρήτων» υπουργό τον Γαλάτη Ρουφίνο και αξιωματικούς του στρατού Γότθους, ενώ Γότθοι πλαισίωναν τις φρουρές, που καθήκον είχαν να προστατεύουν τους πολίτες από τους επιδρομείς και τους ληστές. Οι οποίοι, όμως, ήταν κυρίως Γότθοι! Άλλοι Γότθοι είχαν εγκατασταθεί σε συνοικίες των μεγαλουπόλεων ή σε περιοχές της απέραντης υπαίθρου, όπου σχημάτιζαν κλειστές κοινωνίες με δικούς τους αρχηγούς. Εκχριστιανίστηκαν σχεδόν όλοι κι ασπάστηκαν τον αρειανισμό. Τα είχαν όλα, όσα αποτελούν προϋπόθεση καλλιέργειας του μίσους: Ξένοι βάρβαροι, αιρετικοί, ληστές «γενικώς», με πρόσβαση στις κρατικές θέσεις και τον στρατό, ευνοούμενοι του αυτοκράτορα.
Στα 390, ο Γότθος φρούραρχος της Θεσσαλονίκης, Βοθέριχος, συνέλαβε έναν δημοφιλή ηνίοχο, ενώ επρόκειτο να διεξαχθούν αγώνες στον ιππόδρομο. Ο λαός ζήτησε την αποφυλάκισή του, ώστε να τον δει να αγωνίζεται. Ο φρούραρχος αρνήθηκε. Ξέσπασαν ταραχές, που καταλήξανε στον φόνο του Γότθου αξιωματικού. Με εντολή του Θεοδόσιου, η διοίκηση της Θεσσαλονίκης κάλεσε τον λαό στον ιππόδρομο να θαυμάσει το θέαμα. Όταν το στάδιο γέμισε, η γοτθική φρουρά χύθηκε στους θεατές με γυμνά ξίφη. Μέσα σε τρεις ώρες, σκοτώθηκαν 7.000 ή, κατ’ άλλους, 15.000 τυχαίοι Θεσσαλονικιοί σε αντίποινα για τον θάνατο του Βοδέριχου.
Η εκκλησία επέβαλε στον Θεοδόσιο δέκα μήνες στέρηση των θρησκευτικών του δικαιωμάτων. Μετά, ο αυτοκράτορας εμφανίστηκε στον ναό, ξάπλωσε προύμυτα, ομολόγησε την αμαρτία του, ζήτησε και έλαβε συγνώμη, την οποία φρόντισε αμέσως να ανταποδώσει. Ως πριν από έναν αιώνα, για όλα τα δεινά του κράτους έφταιγαν οι χριστιανοί, οι οποίοι διώκονταν άγρια. Τώρα, έφταιγαν οι ειδωλολάτρες: Οι εθνικοί, ενάντια στους οποίους ξέσπασαν φοβεροί διωγμοί. Καταστράφηκε τότε και κάθε έργο τέχνης που θύμιζε το δωδεκάθεο. Στα 394, καταργήθηκαν και οι Ολυμπιακοί αγώνες ως πράξη εθνικών. Από την εποχή που είχε νικήσει ο Κόροιβος (776 π. Χ.), είχαν διεξαχθεί 293 ολυμπιάδες! Για τις υπηρεσίες του στον χριστιανισμό, ο Θεοδόσιος ονομάστηκε Μέγας.
Οι Γότθοι, όμως, ήταν χριστιανοί, ενώ εθνικοί περίπου ο μισός πληθυσμός των Βαλκανίων. Το τοπικό εθνικό φρόνημα χαλυβδώθηκε ενάντια στους ξένους δυνάστες, κάτι που δεν έγινε στην Δύση. Στις πόλεις, η ζωή των Γότθων μεταβλήθηκε σε κόλαση. Όπου οι Βαλκάνιοι τους έβρισκαν ξεμοναχιασμένους, τους σκότωναν. Λίγοι λίγοι, άρχισαν να τα μαζεύουν και να γυρνούν στους καταυλισμούς της υπαίθρου. Όταν ο Θεοδόσιος πέθανε (395) και η αυτοκρατορία χωρίστηκε σε ανατολική και δυτική, η Κωνσταντινούπολη έγινε πρωτεύουσα του γιου του, Αρκάδιου. Στην πόλη είχαν μείνει περίπου 7.000 Γότθοι. Ο «ισχυρός άνδρας» της Βασιλεύουσας λεγόταν Γαϊνάς και ήταν επίσης Γότθος. Έτσι κι αλλιώς, ο Αρκάδιος δεν έλεγε και πολλά πράγματα και ήταν κι αυτός «ξενόφερτος». Ο Γαϊνάς αποφάσισε να πάρει την εξουσία με τη βοήθεια της φρουράς αλλά και των ομοφύλων του της Μ. Ασίας. Ο λαός ξεσηκώθηκε σε τέτοιον βαθμό, που ο Γότθος προτίμησε να συνεργήσει στη σφαγή της φρουράς του, προκειμένου να γλιτώσει (399). Οι Κωνσταντινουπολίτες αφάνισαν τις γοτθικές συνοικίες. Όσοι γλίτωσαν, φρόντισαν να φύγουν. Μαζί τους έφυγε κι ο Γαϊνάς. Δυο χρόνια αργότερα (401), οι Βησιγότθοι της υπαίθρου με τον αρχηγό τους, Αλάριχο, αφού λεηλάτησαν τα Βαλκάνια ως την Πελοπόννησο κι εγκαταστάθηκαν στην Ήπειρο με τον ηγέτη τους διορισμένο από την κεντρική διοίκηση διοικητή του Ιλλυρικού, εγκατέλειψαν τη χερσόνησο, εκστρατεύοντας στην Ιταλία. Κατέλαβαν τη Ρώμη το 410, χρονιά που ο Αλάριχος πέθανε.
H ουννική παρένθεση
Τα χρόνια εκείνα, οι Ούννοι άπλωναν την κυριαρχία τους από τον Ρήνο ως τον Καύκασο κι από τη Βόρεια Γερμανία ως τον Δούναβη. Με το ικανότατο ιππικό τους, πραγματοποιούσαν επιδρομές στα Βαλκάνια, λεηλατούσαν, αντιμετωπίζονταν ή πληρώνονταν κι έφευγαν. Στα 434, απέκτησαν βασιλιά τον τρομερό Αττίλα, που, από το 441, άρχισε συστηματικές επιδρομές στη Μοισία, την Θράκη και τη Μακεδονία. Χτυπούσαν κι έφευγαν. Λεηλάτησαν ακόμα και την Φιλιππούπολη και την Αδριανούπολη φτάνοντας ως τον Εύξεινο Πόντο. Το 447, ερήμωσαν 70 μεγάλες και μικρές πόλεις κι έφτασαν ως έξω από την Κωνσταντινούπολη. Ο τότε αυτοκράτορας, Θεοδόσιος Β’ (ο Μικρός), υποχρεώθηκε να υπογράψει ταπεινωτική ειρήνη (448). Προέβλεπε την παραχώρηση στους Ούννους ολόκληρης της περιοχής από το σημερινό Βελιγράδι ως το σημερινό Σίστοβο της Βουλγαρίας κι από τη λεηλατημένη γενέτειρα του Μ. Κωνσταντίνου, Ναϊσό, ως τον Δούναβη. Κι ακόμα, υποχρέωνε το παλάτι να του καταβάλει μια «εφάπαξ εισφορά» κι έναν «ετήσιο φόρο». Το 449 πληρώθηκε. Το 450, όχι. Είχε πια πεθάνει ο Μικρός και μαζί του τέλειωσε η περίοδος της «ιβηρικής δυναστείας». Στον θρόνο ανέβηκε ο Μαρκιανός, που «κατάγγειλε τη σύμβαση» και μάλλον καλά έκανε. Καταγόταν από την Θράκη, είχε παντρευτεί την αδερφή του αυτοκράτορα, απέκτησε ως ντόπιος την εύνοια του σωματείου των Βένετων (γαλάζιων) της Κωνσταντινούπολης και έμοιαζε καλά πληροφορημένος. Ο Αττίλας δεν αντέδρασε, καθώς άλλα τον απασχολούσαν. Ο τόπος είχε ρημάξει, ενώ η δυτική Ευρώπη τον προκαλούσε. Πήρε τους Ούννους κι έφυγε οριστικά, ενώ τον επόμενο χρόνο (451) νικήθηκε από τον Ρωμαίο Αέτιο στη «μάχη των εθνών», στα Καταλανικά πεδία.
Ο ελληνοχριστιανισμός
Στα μέσα του Ε’ αι., το Ανατολικό Ρωμαϊκό κράτος μετασχηματιζόταν σε ελληνοχριστιανικό, με κέντρο την Κωνσταντινούπολη. Στην ύπαιθρο και στις βαλκανικές πόλεις, οι παλιοί λαοί υπήρχαν ακόμα, αν και πολύ αραιωμένοι στα βόρεια. Γαλάτες, Γότθοι, Ούννοι και άλλοι λιγότερο ονομαστοί επιδρομείς είχαν επιφέρει μεγάλη ερήμωση στις περιοχές νότια του Δούναβη. Στην πρωτεύουσα, η καταδίκη ανατολικών αιρέσεων με την Γ’ Οικουμενική Σύνοδο στην Έφεσο το 431 (κατά του νεστοριανισμού που συγγένευε με τον αρειανισμό, καθώς πρέσβευε ότι η Παναγία ήταν Χριστοτόκος κι όχι Θεοτόκος) και την Δ’ στη Χαλκηδόνα το 451 (κατά του μονοφυσιτισμού που, αντίθετα, δίδασκε ότι η Παναγία είναι μόνο Θεοτόκος κι όχι Χριστοτόκος) πρόσφερε την ευκαιρία να δοθεί πρωτοκαθεδρία στο πατριαρχείο της Κωνσταντινούπολης, που αποκτούσε και δύναμη ισχυρού διοικητικού κέντρου. Η Εκκλησία έπαιρνε οριστικά την πάνω βόλτα, ενώ ανδρωνόταν κι ο ελληνικός χαρακτήρας του κράτους.
Ο Μαρκιανός πέθανε στα 457, ενώ «ισχυρός άνδρας» στο παλάτι εξακολουθούσε να είναι ο κατ’ άλλους Γότθος και κατά τους περισσότερους Αλανός Άσπαρ, που είχε πρωτοστατήσει στην προώθηση του Θράκα στον θρόνο. Τώρα, επέλεξε έναν άλλον στρατιωτικό από τη Θράκη: Τον Λέοντα που καταγόταν από λαϊκή οικογένεια και είχε βαθμό σημερινού ταγματάρχη στον μισθοφορικό στρατό. Ο Άσπαρ ήταν πρόεδρος της Συγκλήτου και μεθόδευσε την υφαρπαγή της απόφασης, υπολογίζοντας πως θα έχει τον νέο αυτοκράτορα του χεριού του. Όμως, ο Λέοντας Α’ αποδείχτηκε σκληρό καρύδι. Ξεπέρασε μάλλον εύκολα τα προβλήματα με τους Βάνδαλους του Γενζέριχου (χτύπησαν στη Λακωνία, αποκρούστηκαν, βγήκαν στη Ζάκυνθο, σκότωσαν πολλούς, πήραν 500 ομήρους και τους κατακρεούργησαν μεσοπέλαγα για να στραφούν στη συνέχεια στις αφρικανικές κτήσεις της αυτοκρατορίας). Έπειτα, άρχισε να αποδυναμώνει τον Άσπαρ συστηματικά κι έφτιαξε κι ένα σώμα στρατού από ανυπότακτους Μικρασιάτες Ισαύρους που τους στρατοπέδευσε κοντά στην πρωτεύουσα. Στα 471, βρήκε μιαν αφορμή και συγκάλεσε τη σύγκλητο. Ο πρόεδρος Άσπαρ και οι συγκλητικοί γιοι του έσπευσαν στη συνεδρίαση και δολοφονήθηκαν επιτόπου, ενώ το σώμα των Ισαύρων μπήκε στην πόλη και ξεκλήρισε όλους τους Γότθους υποστηριχτές των νεκρών, που θέλησαν να επιτεθούν στο παλάτι.
Η συστηματική εκκαθάριση του στρατού από τα αλανικά και γοτθικά στοιχεία συνεχίστηκε με γοργούς ρυθμούς, ενώ ο εξελληνισμός του καθυστερούσε. Το αποτέλεσμα ήταν να αποδυναμωθούν οι στρατιές τη στιγμή ακριβώς που οι Οστρογότθοι ξεκίνησαν τις δικές τους επιδρομές. Ο Λέοντας έκλεισε ειρήνη μαζί τους, τους πλήρωνε κάποιο ποσό και κρατούσε στην Κωνσταντινούπολη όμηρο τον νεαρό Θεοδώριχο, που έμελλε να γίνει αρχηγός των ομοφύλων του. Στα 488, ο Θεοδώριχος με τους Οστρογότθους του στράφηκε στην Ιταλική χερσόνησο, όπως, 87 χρόνια πριν, ο Βησιγότθος Αλάριχος.
Ελέω θεού μοναρχία
Στη στροφή του Ε’ προς τον Στ’ αιώνα, γύρω στα 500, η σύνθεση των πληθυσμών στα Βαλκάνια παρουσίαζε ακόμα μικρές μόνο διαφοροποιήσεις από την αρχική. Νότια από τις Θερμοπύλες και στα νησιά, μόνον Έλληνες κατοικούσαν καθώς και οι παλιές ρωμαϊκές συνοικίες είχαν εξελληνιστεί. Στην Θεσσαλία και την παραλιακή Μακεδονία ως αρκετό βάθος, το ελληνικό στοιχείο πλειοψηφούσε κι απορροφούσε τους ξένους μετανάστες. Στην περιοχή γύρω από το σημερινό Δυρράχιο κατοικούσαν Ιλλυριοί (Αλβανοί), Γότθοι που είχαν ξεμείνει μετά την αποχώρηση του Αλάριχου, και λίγοι Έλληνες. Δυο αιώνες αργότερα, οι Γότθοι αυτοί είχαν εξελληνιστεί κι αποκαλούνταν Γοτθογραίκοι. Στην Κάτω Μοισία και την Ανατολική Θράκη, ο θρακικός πληθυσμός απορροφούσε κάποια ουννικά κατάλοιπα, ενώ στην Πάνω Μοισία, την Βόρεια Μακεδονία και τη Δαρδανία διεισδύανε γερμανικές και γοτθικές ομάδες που δημιουργούσαν αραιές εγκαταστάσεις, όπως άλλωστε αραιός ήταν εκεί και ο πληθυσμός των παλαιών κατοίκων. Οι άποικοι των περιοχών αυτών ήταν Έρουλοι, Γέπιδες και Σαρμάτες, που με τον καιρό αφομοιώθηκαν από άλλους λαούς.
Το εμπόριο, όμως, ανθούσε και το εμπορικό ναυτικό της Μεσογείου είχε περάσει στους παραδοσιακούς ναυτικούς του Αιγαίου. Στις πόλεις, ο πληθυσμός μεγάλωνε, ενώ στην ίδια την Κωνσταντινούπολη η διεθνής ελληνική γλώσσα άρχιζε να υπερισχύει της λατινικής, που απηχούσε την επίσημη άποψη για το ρωμαϊκό κράτος. Το οποίο, όμως, δεν υπήρχε πια. Τον Θράκα Λέοντα διαδέχτηκε ο Ιλλυριός Αναστάσιος κι αυτόν ο Ιουστίνος. Έλεγαν ότι προέρχεται από τη Θράκη αλλά μάλλον ήταν Ιλλυριός, καθώς καταγόταν από οικογένεια βοσκών της Δαρδανίας. Αμόρφωτος κι αγράμματος, μόρφωσε τον ανιψιό του, Ιουστινιανό, και τον προσέλαβε σύμβουλο και συγκυβερνήτη, προετοιμάζοντας το μέλλον.
Ο Ιουστινιανός έμεινε μόνος αυτοκράτορας το 527. Συγκέντρωσε στα χέρια του ολόκληρη την εξουσία, προσέλαβε ικανούς και αφοσιωμένους συνεργάτες, έκλεισε τις φιλοσοφικές σχολές της Αθήνας, τσάκισε τη «Στάση του Νίκα» (532), ξανάκτισε την πυρπολημένη Αγία Σοφία (εγκαίνια, 538), κωδικοποίησε τη νομοθεσία, ασφάλισε κι επεξέτεινε τα σύνορά του βάζοντας τα θεμέλια της Βυζαντινής αυτοκρατορίας με τον ίδιο πραγματικό πρώτον ελέω θεού αυτοκράτορα. Όταν πέθανε (565) Ανατολικό Ρωμαϊκό κράτος δεν υπήρχε. Είχε υποκατασταθεί από την Βυζαντινή αυτοκρατορία, που ήταν προσηλωμένη στην ορθόδοξη χριστιανική εκκλησία και στηριγμένη στην δύναμη των όπλων και στην αναγεννημένη ελληνική συνείδηση των κατοίκων, καθώς στους Έλληνες πέρασε η διαχείριση της οικονομικής ζωής (εργοστάσια μεταξιού στην Πάτρα, τη Θήβα, και την Κόρινθο, εμπόριο μεταξιού μόνο στα χέρια των Ελλήνων του Βυζαντίου κ.λπ.). Στα ασφαλή της όρια, ο πληθυσμός άρχισε πάλι ν’ αυξάνεται.
Η αναγνώριση του χώρου
Οι πρώτες «επισκέψεις» των Βουλγάρων νότια του Δούναβη καταγράφονται το 499. Προέλασαν ως το Ιλλυρικό, στράφηκαν νοτιοανατολικά στη Θράκη και, στην επιστροφή, τσάκισαν έναν στρατό 15.000 ανδρών που βγήκε να τους αντιμετωπίσει. Νεκροί 4.000. Το 502, εισέβαλαν στη Θράκη. Το 517, προτίμησαν Μακεδονία, Θεσσαλία και Ήπειρο. Στα 518, συνάντησαν φρουρές κι αποχώρησαν. Για δεκαετίες, δεν ξαναπροσπάθησαν.
Οι πρώτοι Σλάβοι, που πέρασαν τον Δούναβη, ήταν οι Άντες (Ανατολικοί Σλάβοι), το 528. Ο στρατηγός Γερμανός τους τσάκισε στην Θράκη. Μεσολάβησαν δυο επιδρομές, μια των Ούννων (540), που κατέστρεψαν ό,τι βρέθηκε μπροστά τους κι αποχώρησαν, και μια Σλάβων και Γότθων, με αρχηγό τον Γωτίλα, (546), που άρπαξαν αιχμαλώτους αλλά δεν μπόρεσαν να πάνε μακριά. Τους πρόλαβαν οι Έρουλοι (Σκανδιναβοί εγκατεστημένοι στα όρια της σημερινής Βουλγαρίας), ελευθέρωσαν τους αιχμαλώτους και τσάκισαν τους υπόλοιπους.
Ήταν η αρχή. Από τα μέσα του Στ’ αιώνα, οι μελλοντικοί βόρειοι κάτοικοι των Βαλκανίων προχωρούσαν στη συστηματική αναγνώριση του ζωτικού τους χώρου...
Η Θεσσαλονίκη και η Μακεδονία
Τα τελευταία χρόνια του Γ’ αι., ο καίσαρας Γαλέριος μετέφερε την έδρα του στη Θεσσαλονίκη. Ήταν η εποχή των τελευταίων συστηματικών διωγμών ενάντια στους χριστιανούς. Ανάμεσα στα θύματα κι ένας αριστοκράτης αξιωματικός του ρωμαϊκού στρατού: ο Δημήτριος. Μαρτύρησε στο σημείο, όπου αργότερα κτίστηκε ο ναός, κι από τότε λατρεύτηκε ως άγιος. Από τον Στ’ αιώνα, ονομάστηκε προστάτης της Θεσσαλονίκης και σ’ αυτόν αποδόθηκε πολλές φορές η σωτηρία της πόλης από επιδρομές.
Νωρίτερα, στα 284, ο αυτοκράτορας Διοκλητιανός αναμόρφωσε ριζικά την διοίκηση των επαρχιών, ενίσχυσε την άμυνά τους και περιόρισε τη Μακεδονία στα ιστορικά της σύνορα. Η διοίκηση ανατέθηκε σε «ηγεμόνα» που αναφερόταν σε «βικάριο» (περιφερειάρχη θα τον λέγαμε σήμερα). Πενήντα χρόνια αργότερα, ο Μέγας Κωνσταντίνος όρισε την διοίκηση της Μακεδονίας ως μια τεράστια περιφέρεια, που χωριζόταν σε έξι επαρχίες με επικεφαλής έπαρχους: Τη Μακεδονία του Διοκλητιανού, τη Νέα και την Παλαιά Ήπειρο, την Θεσσαλία, την Αχαΐα και την Κρήτη. Το 392, ο Θεοδόσιος προσάρτησε τη Μακεδονία στο ανατολικό ρωμαϊκό κράτος και οι διάδοχοί του ίδρυσαν την υπαρχία Ιλλυρικού, που περιλάμβανε τη Μακεδονία και την Δακία και είχε πρωτεύουσα την Θεσσαλονίκη...
Στα τέλη του Ε’ αιώνα, η κατάσταση ήταν ήρεμη. Οι επιδρομές, πέρα από τις πρόσκαιρες καταστροφές, δεν άφηναν σημάδια. Ο ελληνισμός επικρατούσε σε όλη την ύπαιθρο. Όταν, το 474, πέθανε ο αυτοκράτορας Λέοντας Α’, χειρόγραφα που μνημονεύει ο Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος αλλά και πληθώρα Ελλήνων και ξένων μελετητών βεβαιώνουν:
«Οι αυτοκράτορες ζουν κατά τα ελληνικά πρότυπα. Η εκκλησία είναι ελληνική και στις συνόδους της μιλούν ελληνικά. Όλα τα σχολεία της Μακεδονίας είναι ελληνικά με γλώσσα διδασκαλίας την ελληνική. Η σημαία της αυτοκρατορίας έχει ελληνικά γράμματα. Οι δήμοι χαιρετούν τον βασιλιά, στο πέρασμά του, στα ελληνικά. Στις βασιλικές αυλές μιλούν ελληνικά».
Με την είσοδο του Στ’ αι., ξανάρχισαν οι εισβολές στα Βαλκάνια. Οι εκστρατείες αυτές πήραν τη μορφή μάστιγας της υπαίθρου και στα τελευταία χρόνια του Ιουστινιανού επαναλαμβάνονταν σχεδόν κάθε χρόνο. Σκλαβηνοί, Άντες, Ουτίγουροι, Κουτρίγουροι περνούσαν τον Δούναβη, λεηλατούσαν και ξαναγυρνούσαν στις βάσεις τους. Ο αυτοκράτορας εφάρμοσε πρόγραμμα ανακαίνισης των οχυρώσεων: 46 νέα φρούρια μετρήθηκαν στη Μακεδονία. Ουτίγουροι και Κουτρίγουροι (κατά πολλούς, στην πραγματικότητα Βούλγαροι) απέτυχαν να πάρουν τη Θεσσαλονίκη το 540, αναχαιτίστηκαν το 550 - 551. Σλάβοι έφτασαν ως τις Θερμοπύλες το 558 - 559 και αποκρούστηκαν. Οι Ούννοι νικήθηκαν κι εκφυλίστηκαν σε εμφύλιους αγώνες, καθώς η βυζαντινή διπλωματία έστρεφε τους μεν ενάντια στους δε. Η ύπαιθρος υπέφερε από καταστροφές, σφαγές, λεηλασίες, εξανδραποδισμούς και βιασμούς. Αλλά οι εισβολείς δεν κατάφεραν να μπουν σε καμιά πόλη (μόνο πρόσκαιρα στην Κασσάνδρεια) ούτε να στηρίξουν μόνιμες εγκαταστάσεις. Έρχονταν ξαφνικά, λεηλατούσαν κι έφευγαν.
Όμως, η ώρα της οριστικής άφιξης των νέων λαών πλησίαζε.
(τελευταία επεξεργασία, 3 Νοεμβρίου 2020)